Στις απαντήσεις που οφείλει να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα της πανδημίας υπό το πρίσμα μίας ριζοσπαστικής αριστερής αντίληψης που δεν θα περιορίζεται μόνο στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας αναφέρεται παρέμβαση στελεχών των «53».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο commonality.gr και συνυπογράφεται από 11 μεσαία και οργανωτικά στελέχη των «53» της Κουμουνδούρου από Αθήνα και επαρχία (Χανιά, Βόλος, Βέροια). Ανάμεσά τους η Κατερίνα Κνήτου (μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ) οι Μιχάλης Υδραίος και Πέτρος Καλκανδής (μέλη της προηγούμενης Πολιτικής Γραμματείας), η Ερμίνα Κυπριανίδου (πρώην αντιπεριφερειάρχης Αττικής) και δύο πρώην βουλευτές, την Αννέτα Καβαδία και τον Γιώργο Πάλλη.
Απηχεί τον συνεχή διάλογο και τους κοινούς προβληματισμούς των 53 και με τους συμμάχους τους, όπως το ότι η τρέχουσα οικονομική ύφεση μετασχηματίζεται σε κρίση χρέους, αθροίζεται με την προσφυγική και την κλιματική κρίση, συνεπάγεται την εκτόξευση της ανεργίας διεθνώς και πλήττει κυρίως τα φτωχά και ευάλωτα στρώματα.
Σε ότι αφορά το κόμμα, σημειώνουν ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε χρόνο στην εκπόνηση της αντιπολιτευτικής του γραμμής» και «αναλώθηκε επί μακρόν σε μια εσωστρεφή διαδικασία με φανερό επίδικο την οργανωτική του ανάπτυξη και με αφανές τη φυσιογνωμία του», υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η πανδημία τώρα το υποχρέωσε «να γίνει περισσότερο μάχιμο και το Πρόγραμμα του ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα».
Τέλος το κείμενο καλεί σε κοινωνική εγρήγορση, κινηματική ένταξη και ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ προειδοποιεί σε αρκετά δραματικούς τόνους για το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο:
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ – Μονόδρομος στις προκλήσεις της νέας εποχής
Περνάμε μια νέα μεγάλη κρίση, η οποία αθροίζεται με τις άλλες : την οικονομική κρίση, η οποία μετασχηματίζεται σε κρίση χρέους, την προσφυγική και την κλιματική κρίση.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας είναι κρίση τόσο της προσφοράς, όσο και της ζήτησης, και σε κάθε περίπτωση κρίση της εργασίας με συνέπεια την εκτόξευση της ανεργίας διεθνώς.
Η κρίση της πανδημίας λειτουργεί ως καταλύτης για την περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία, ενώ οι συνέπειές είναι μεγαλύτερες στα πιο φτωχά και ευάλωτα στρώματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε χρόνο στην εκπόνηση της αντιπολιτευτικής του γραμμής, αναλώθηκε επί μακρόν σε μια εσωστρεφή διαδικασία με φανερό επίδικο την οργανωτική του ανάπτυξη και με αφανές τη φυσιογνωμία του.
Η πανδημία υποχρέωσε το κόμμα και την κοινοβουλευτική του ομάδα να γίνει περισσότερο μάχιμο και το Πρόγραμμα του ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα.
Το άμεσο Πρόγραμμα «Μένουμε όρθιοι» 1 και 2, καθώς και το μεσοπρόθεσμο που ετοιμάζει η Επιτροπή Προγράμματος, είναι οι απαντήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινωνικό ζήτημα καθώς αποτυπώνει τους απαραίτητους μετασχηματισμούς στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του κράτους.
Η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί, δεν υποχωρούν οι κρατικοί ανταγωνισμοί ακόμα και με τα όπλα. Το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία και το κυνήγι των εξοπλισμών είναι καταστροφή και για τις 2 χώρες.
Η κοινωνική εγρήγορση, η κινηματική ένταξη και η ανασύνταξη του κόμματος.
Σημειώσεις για την συγκυρία
Ήδη και πριν από το ξέσπασμα αυτής της κρίσης τα πράγματα δεν έμοιαζαν αισιόδοξα. Πόλεμος και ξεριζωμός, ένταση των ήδη διευρυμένων ανισοτήτων, λιτότητα και κρίση χρέους, κλιματική κρίση, περιστολή δικαιωμάτων και αυταρχισμός. Ένα πέπλο αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα στοίχειωνε τον πλανήτη. Οι οικονομίες μετά από μια περίοδο αναιμικής ανάπτυξης ή στασιμότητας έδειχναν να αντιμετωπίζουν αδιέξοδα, ενώ οι προβλέψεις ήταν αρνητικές. Τα πλέον συστημικά think tanks, αλλά και μια σειρά από αναλυτές προέβλεπαν ένα δύσκολο μέλλον και μια νέα κρίση να υποβόσκει. Σίγουρα κανείς δεν (θα) μπορούσε να προβλέψει το γεγονός της υγειονομικής κρίσης, της πλανητικής πανδημίας, αλλά κάπως έτσι κινείται η ιστορία. Άλλωστε αυτό που μοιάζει «μη κανονικό» εντός του βραχυπρόθεσμου βιολογικού χρόνου, αποτελεί μία τρόπον τινά κανονικότητα στον ιστορικό χρόνο. Και έτσι η περίφημη «κανονικότητα» μοιάζει περισσότερο σαν εξαίρεση παρά σαν κανόνας ή σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα σε μόνιμα κρισιακά επεισόδια.
Στην προ-κορονοϊού περίοδο, είχαμε αναγνωρίσει χοντρικά τις 3 μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να διαχειριστεί η πολιτική, μία τριπλή κρίση:
Τις ανισότητες που διαρκώς διευρύνονται (συμπίεση μισθών, ελαστικές σχέσεις εργασίας, υψηλή δομική ανεργία) με ταυτόχρονο περιορισμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, βασικών δηλαδή δημοκρατικών κατακτήσεων.
Την προσφυγική κρίση, τις πολύ μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών λόγω πολεμικών συρράξεων και κλιματικών καταστροφών (π.χ. ερημοποιήσεις)
Την κλιματική αλλαγή/κρίση -η οποία όμοια με την υγειονομική κρίση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί, απαιτεί την επιπεδοποίηση της καμπύλης με παράλληλη ενίσχυση των υποδομών.
Στις τρείς αυτές προκλήσεις, όπως και στην 4η της πανδημίας/υγειονομικής κρίσης, τον μεγαλύτερο κίνδυνο είναι σαφές πως διατρέχουν οι πλέον ευάλωτοι, που πρέπει να αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς στις όποιες αναλύσεις καθώς, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διασφαλίζεται η κάλυψη των διατροφικών αναγκών τους, η δυνατότητα πρόσβασής τους σε υπηρεσίες υγείας, το δικαίωμά τους στην εργασία και στη συμμετοχή στην οικονομική ζωή, η κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών κλπ. Διαπιστώνεται, όμως, τελικά, πως τα περιθώρια ανοχής (και άρα και οι δυνατότητες επίλυσης κρίσεων) του υπάρχοντος συστήματος, βαίνουν διαρκώς μειούμενα.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής – και πριν από την εμφάνιση της πανδημίας και παρά τις επανειλημμένες οικονομικές κρίσεις που αντιμετώπιζε στη διάρκεια όλων των σταδίων ανάπτυξής του – επιδιώκει να επιβληθεί στο κοινωνικό συλλογικό ασυνείδητο ως ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος παραγωγής για την ικανοποίηση των ατομικών και κοινωνικών αναγκών. Παρά τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτωχοποίηση μεγάλων πληθυσμιακών μερίδων, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τους πολέμους και την απειλή των πυρηνικών καταστροφών που αποτελεί κίνδυνο ολοσχερούς εξαφάνισης της ανθρωπότητας, τα διάφορα κινήματα που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του, αποτέλεσαν, τα τελευταία 30 χρόνια, αποσπασματικές νησίδες αμφισβήτησης του, ενώ λείπει το συγκεκριμένο σχέδιο των διαδοχικών βημάτων για την ανάδειξη μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης που θα τον αντικαθιστούσε/διαδεχόταν, ώστε να υλοποιηθεί το πλαίσιο του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία. Το οραματικό στοιχείο, πέρα από εργαλείο διαφοροποίησης από τα αντίπαλα πολιτικά υποκείμενα, πρέπει να συνοδεύεται με τη διακριτή κοινωνική και κινηματική διεκδίκηση για να αποκτήσει πολιτική υπεραξία. Η εμφάνιση όμως της πανδημίας, σήμερα, συνιστά μία πολιτική ευκαιρία, γιατί συγκροτεί μία τομή στο ιστορικό συνεχές που ο καπιταλισμός επιδιώκει να ηγεμονεύει, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και έναν κίνδυνο περαιτέρω σκλήρυνσής του.
Η επόμενη μέρα
Μεγάλες επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους, όπως πχ οι αερομεταφορές, οι πετρελαϊκοί κολοσσοί, οι αλυσίδες παραγωγής και εμπορίου, είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και ζητούν την στήριξη του «επάρατου και αναποτελεσματικού» κράτους για λόγους επιβίωσης. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται σε οικονομική ασφυξία, εποχικά επαγγέλματα βιώνουν την απόλυτη καταστροφή και οι οικονομίες που εξαρτώνται από δραστηριότητες εντάσεως εργασίας, πχ ο μεγάλος κατασκευαστικός τομέας, ο τουρισμός, η εστίαση και οι μετακινήσεις, βρίσκονται σε ακόμα δυσμενέστερη θέση. Η κρίση αυτή μοιάζει σαν ένας μεγάλος επιταχυντής/καταλύτης για τον μετασχηματισμό των οικονομιών κάτω από το βάρος της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Ταυτόχρονα, παρατηρείται έκρηξη της ανεργίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ με πάνω από 20εκ. χαμένες θέσεις εργασίας) σε συνδυασμό με την εδραιωμένη (και εντεινόμενη) επισφάλεια και εξελίσσεται μια ραγδαία –και ταυτόχρονη- επιδείνωση των δημοσιονομικών δεικτών όλων των χωρών και μια αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε άμεσο χρόνο. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ίδιο. Ποιος θα πληρώσει (και) αυτή την κρίση;
Η Ευρώπη σε μια ακόμα κρίση
Στην Ευρώπη μοιάζει σαν να ζούμε την μέρα της μαρμότας. Μετά την χρηματοοικονομική και την προσφυγική κρίση η πανδημία τονίζει ακόμα περισσότερο τις αποκλίνουσες τάσεις στο εσωτερικό της. Από την μία έχουμε την εμμονή της Γερμανίας και των συμμάχων της στην λογική του δανεισμού και των κρατικών χρεών, πράγμα που οδηγεί μαθηματικά σε νέα μνημόνια και επαχθείς όρους. Από την άλλη έχουμε την Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία (πολύ περισσότερο) να προσπαθούν να βάλουν στην ατζέντα την λογική του ευρωομολόγου και της αμοιβαιοποίησης τους χρέους. Μια –πολιτική μάχη που δεν μας αφήνει αδιάφορους για πολλαπλούς λόγους, καθώς αποτελεί μια σύγκρουση που αφορά το ευρωπαϊκό μέλλον. Εκτός των άλλων, η υιοθέτηση της πολιτικής του ευρωομολόγου θα αποτελέσει δικαίωση και των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές που προτάσσαμε την περίοδο της διαπραγμάτευσης δεν ήταν ανέφικτες, ούτε ανεδαφικές, όπως κάποιοι διατυμπάνιζαν, αλλά αναγκαίες και στη σωστή κατεύθυνση στο πλαίσιο της υιοθέτησης άμεσων μέτρων για την έξοδο από την κρίση, όμως απορρίφθηκαν κάτω από το βάρος του συντριπτικού συσχετισμού δύναμης σε επίπεδο ΕΕ και της απόφασης «τιμωρίας» ενός ολόκληρου λαού το 2015. Προς το παρόν, η Ευρώπη αδυνατεί να απαντήσει με επάρκεια στις προκλήσεις που ξεσκέπασε η πανδημία, με τη Γερμανία να δυναμιτίζει περαιτέρω την κατάσταση με την άτεγκτη στάση της, συνεπικουρούμενη και από άλλες χώρες (π.χ. Ολλανδία). Παραδειγματική κίνηση με πολλαπλούς αποδέκτες ήταν η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου που αμφισβητεί την επικράτεια τόσο της ΕΚΤ όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τους πυλώνες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ακόμα και το υπό ίδρυση Ταμείο Ειδικού Σκοπού, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα συγκροτήσει κεφάλαια με δανεισμό, οι μεταβιβάσεις «απαγορεύονται».
Η επόμενη μέρα στην Ελλάδα
Στην χώρα μας, τα δύσκολα για την Νέα Δημοκρατία μόλις ξεκίνησαν. Μέχρι τώρα τα πράγματα ήταν σχετικά διαχειρίσιμα, παρόλες τις σοβαρές κυβερνητικές ελλείψεις, τις ανεπάρκειές της και τις μεροληπτικές – υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων – αποφάσεις της, ζητήματα που δεν ήταν πάντα εύκολο να αναδειχτούν, εξαιτίας της απόλυτης σιωπής των συστημικών ΜΜΕ.. Η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι έδρασε «υπεύθυνα», ακούγοντας τις υποδείξεις της επιστημονικής κοινότητας –παραγνωρίζοντας την ουσιαστική και έμπρακτη στήριξη της αντιπολίτευσης- και σε ένα βαθμό πιστώνεται την στάση της. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο περιορισμός των επιπτώσεων από την μετάδοση του ιού οφείλεται πρωτίστως στην υπεύθυνη όσο και αλληλέγγυα στάση της μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, που, στην πραγματικότητα, δικαιούται τα περισσότερα ένσημα. Η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε σημαντική, συναινώντας στην επιστημονική διαχείριση του ζητήματος, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε κριτικός εκεί που έπρεπε, σε ανορθολογισμούς και μεροληψίες, επιμένοντας, για παράδειγμα, στην ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, αναδεικνύοντας τις κυβερνητικές αντιφάσεις στο ζήτημα του εκκλησιασμού, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, των Ρομά, των προσφύγων, των ΑμεΑ, καταδεικνύοντας τους κινδύνους της έξαρσης της ενδοοικογενειακής βίας κλπ., επιμένοντας, δηλαδή, στον δίκαιο κοινωνικό καταμερισμό και στην έγκαιρη ανακούφιση των συνεπειών της πανδημίας και προτείνοντας γενναία εμπροσθοβαρή χρηματοπιστωτικά μέτρα που δυστυχώς δεν έγιναν δεκτά από την κυβέρνηση, με τους πολύ σοβαρούς κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για την παραπέρα οικονομική πορεία της χώρας.
Η παγκόσμια διάσταση της κρίσης
Η κρίση αυτή είναι παγκόσμια και ως τέτοια θα επιδράσει σε διάφορα πεδία της πολιτικής. Η οικονομία σαφώς θα δεχθεί τις πλέον αρνητικές επιπτώσεις. Ήδη βλέπουμε την ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των κρατών, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό των σχέσεων ΗΠΑ και Κίνας. Στο πεδίο της διπλωματίας όπως και σε αυτό της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων φαίνεται να έχουμε μεταβολή ισχύος το επόμενο διάστημα: η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ φαίνεται να υποχωρεί και την θέση της να καταλαμβάνουν άλλες περιφερειακές στοιχήσεις που με τη σειρά τους επιμένουν στα μέσα της ισχύος και της επιβολής, ακόμα και με πολέμους.
Απέναντι στην κούρσα των εξοπλισμών, η Αριστερά πάντοτε πρότεινε και προτείνει τη συνεννόηση των λαών και την αλληλεγγύη, θεωρώντας ότι αυτά είναι τα δικά της όπλα που μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων.
Η νέα διεθνής αναδυόμενη πραγματικότητα, εκτός από κινδύνους, προσφέρει δυνατότητες αναστοχασμού και αναζήτησης λύσεων σε μια σειρά από ζητήματα, με κορυφαίο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και επιτρέπει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση και εμπέδωση ενός κλίματος ειρήνης και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας «την πολιτική των Πρεσπών». Είμαστε αντίθετοι στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία και την ένταση των εξοπλισμών, χωρίς να παραβλέπουμε την στρατηγική επιθετικότητα της κυβέρνησης Ερντογάν. Η επίλυση των διαφορών δεν μπορεί να γίνει με τα όπλα αλλά με συμμαχίες και με επιμονή στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου.
Μία νέα σχέση εμπιστοσύνης
Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα στρώματα της κοινωνίας που επιθυμεί να εκπροσωπεί, τραυματίστηκε την προηγούμενη περίοδο λόγω των περιορισμών του διεθνούς αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων, εξαιτίας της εγχώριας δημιουργίας ενός συμπαγούς αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου αλλά και εξαιτίας των αδυναμιών, περιορισμών και λαθών που διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις μας, στην προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε. Πλέον, κρίνεται η αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και η επαναθεμελίωση της σχέσης εμπιστοσύνης με την κοινωνία, στη νέα αυτή πραγματικότητα. Σήμερα λοιπόν, εκκινώντας με θετικό πρόσημο, ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ για την επαύριο είναι απαραίτητος για τις δυνάμεις της εργασίας, παραμένοντας αξιόπιστος για το σύνολο της κοινωνίας. Η συναίνεση επομένως τελειώνει κάπου εδώ. Για τη Νέα Δημοκρατία αυτή η στιγμή αποτελεί σημείο καμπής, με τις πιέσεις να αυξάνονται. Είναι ξεκάθαρο ότι όλη την προηγούμενη περίοδο, η κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει όρους αποκλειστικά ατομικής ευθύνης για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, την στιγμή που σφύριζε αδιάφορα για μια σειρά από χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος όπως οι κλινικές και τα γηροκομεία και για αποκλεισμένους πληθυσμούς, όπως οι Ρομά και οι μετανάστες, ευρισκόμενη απέναντι από τα «τέρατα» που δημιούργησε ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη ρητορική της.
Μέτρα με επίκληση τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, όπως ο περιορισμός της νυχτερινής κυκλοφορίας, η επί της ουσίας προληπτική καταστολή στην πλ. Αγ. Γεωργίου στην Κυψέλη, η παρεμπόδιση διαδηλωτών έξω από την Βουλή ενάντια στο αντί–περιβαλλοντικό νομοσχέδιο, αντιπαρατιθέμενα με παράλληλες φιέστες στην πλατεία Ομονοίας και στο Μαξίμου, μας δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο το μείγμα της πολιτικής διαχείρισης της κατάστασης από μια σκληρά δεξιά κυβέρνηση. Η διαχείριση του φόβου με την καταστολή, την αστυνομική βία και την επιτήρηση είναι μια εκλογικά επικερδής πολιτική σε συνθήκες εγκλεισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης, έχει όμως όρια και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας. Είναι μια πολιτική με κοντά πόδια, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά.
Για την κυβέρνηση της ΝΔ, η κρίση αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για να καλύψει την αποτυχία της στο πεδίο της οικονομίας, όπως αποτυπώθηκε –και αποκρύπτεται- στους δείκτες του τελευταίου τριμήνου του 2019. Η ανάπτυξη σε πτώση, η ανεργία σε άνοδο, οι προοπτικές δυσμενείς. Το μόνο στοιχείο που προσφέρει μια ασφάλεια για την διαχείριση της κατάστασης, μπροστά στις μελλοντικές προκλήσεις και στην επερχόμενη αστάθεια, αποτελεί το “δημοσιονομικό μαξιλάρι” που κληρονόμησε η ΝΔ από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αν και το λοιδόρησε επισήμως. Είναι αλήθεια ότι έχουμε την δυνατότητα, υπό το πρίσμα αυτής της νέας κρίσης, να εξηγήσουμε και να καταστούν πιο κατανοητοί στον ελληνικό λαό οι βασικοί άξονες της κυβερνητικής πολιτικής που ασκήσαμε την περίοδο τη διακυβέρνησης, καθώς και οι προτάσεις μας πριν τις εκλογές, με το μίγμα πολιτικής να ισορροπεί ανάμεσα στην κοινωνική συνοχή και στην σταδιακή ελάφρυνση πχ φορολογικών συντελεστών. Η τωρινή κυβέρνηση άφησε χωρίς εισοδηματική στήριξη μεγάλες κατηγορίες εργαζόμενων και ανέργων, με τους ανθρώπους του πολιτισμού να είναι το πιο ορατό παράδειγμα κοινωνικής αναλγησίας, ενώ, αντίθετα υπήρξε εξαιρετικά «ανοιχτοχέρα» σε μια σειρά από ημέτερους, όπως τα διαφόρων λογής κέντρα κατάρτισης, τα κανάλια, κοκ. Ταυτόχρονα, έχει ξεκινήσει την παραπέρα πολιτική της «επίθεση». Τα νομοσχέδια για την παιδεία και το περιβάλλον είναι ενδεικτικά του ιδεολογικού υπόβαθρου της ΝΔ. Η δική μας αντιπολίτευση δεν χρειάζεται λεκτικές κορώνες, οφείλει να είναι τεκμηριωμένη, να δοκιμάζεται στα κινήματα και να ανατροφοδοτείται από αυτά αλλά και από τα κοινωνικά στρώματα που θέλουμε να εκπροσωπούμε.
Η λογική “βλέποντας και κάνοντας” της κυβέρνησης αποτυπώθηκε σε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης που είναι το μικρότερο (ως ποσοστό ΑΕΠ) σε σχέση με αντίστοιχα προγράμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, το οποίο, καθότι μη εμπροσθοβαρές, θα κοστίσει πολύ περισσότερο αύριο. Με τις προβλέψεις στην οικονομία να είναι δυσοίωνες και την πανδημία σε εξέλιξη, συνιστά πρόκληση η διαρροή εκλογικών σεναρίων, που αποδεικνύουν ότι το κυβερνητικό επιτελείο πορεύεται με μόνη πυξίδα την επικοινωνία. Όμως, τα σενάρια εκλογών δεν πηγάζουν από ένα αίσθημα ισχύος, άλλα, τελικά, από μια παραδοχή αδυναμίας διαχείρισης. Ο Κ. Μητσοτάκης χαμηλώνει τον πήχη, ρίχνει τις προσδοκίες για το μέλλον μήπως και περάσει από πάνω. Η ίδια η κυβέρνηση μιλάει για ένα δύσκολο μέλλον, επενδύοντας τις ελπίδες της σε μια αόριστη και ασχεδίαστη ανάπτυξη που ευελπιστεί ότι θα έρθει σε βάθος χρόνου. Θέλει να εγγράψει την επερχόμενη κρίση στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως ένα φυσικό-αναπότρεπτο φαινόμενο, που δεν είναι αποτέλεσμα των δικών της πολιτικών επιλογών-μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής διάστασης της υγειονομικής κρίσης, και άρα να νομιμοποιήσει τα αντικοινωνικά μέτρα που σε πρώτο βαθμό υλοποιεί και σε δεύτερο βαθμό σχεδιάζει για το επόμενο διάστημα (μειώσεις μισθών, συντάξεων, απολύσεις κλπ.) σε συνδυασμό με την καταστολή κάθε φωνής που θα αντισταθεί.
Η εκλογική υπεροχή της ΝΔ δεν βασίζεται αποκλειστικά στις υποσχέσεις ευημερίας, αλλά και σε μια συντηρητική στροφή ενός τμήματος της κοινωνίας. Η περιθωριοποίηση, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, εξαιτίας του φόβου και της ανασφάλειας που νιώθει, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια περαιτέρω παθητικοποίηση και συντηρητικοποίηση , σε αποδοχή του κυρίαρχου μοντέλου, σε μια άκρως αντιδραστική επιστροφή του εθνικισμού, με χαρακτηριστικά τη μισαλλοδοξία, τα ρατσιστικά και σεξιστικά στερεότυπα, τις φασίζουσες δοξασίες, το φυλετικό μίσος, τη θρησκοληψία, τον αυταρχισμό και τη βία, που εγκλωβίζουν την κοινωνία, καθιστώντας την απόλυτα χειραγωγήσιμη από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Η μαζική, βιομηχανοποιημένη διασκέδαση, οι επίπλαστες ανάγκες, ο φετιχισμός της κατανάλωσης ως υπέρτατης αξίας, ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας στο βωμό της μεγιστοποίησης των κερδών, η θεοποίηση του ανταγωνισμού και του ατομισμού, ως μοχλού προόδου και μοναδικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, οι ψηφιοποιημένης σχέσεις, οφείλουν να βρουν βιώσιμα αντιπαραδείγματα πολιτικών πρακτικών με βιωματική διάσταση. Αυτό σημαίνει να ενσκήψουμε και να λειτουργήσουμε στην πράξη αντιπαραδείγματα αλληλέγγυων- συνεργατικών μορφών κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής οργάνωσης με γνώμονα τις πραγματικές ατομικές και κοινωνικές ανάγκες.
Τι να κάνουμε
Το πρωτεύον: Μέχρι σήμερα, η ενσώματη αντίσταση ήταν σίγουρα δύσκολη, εξαιτίας της πανδημίας. Όμως, παρά τις δυσκολίες, είναι χρέος του ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργώντας παραδειγματικά και υποδειγματικά, να ξαναβάλει στην ημερήσια διάταξη την ενσώματη πάλη, ενάντια στην προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει έναν εικονικό κόσμο. Χρειάζεται πολιτική βούληση αλλά και φαντασία. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα κόμμα ανοικτό, κινηματικό, πλουραλιστικό, με διακριτό πολιτικό στίγμα, γειωμένο στην κοινωνία, σταθερά προσηλωμένο στην υπεράσπιση της εργατικής τάξης, στους φτωχούς και τους απόκληρους. Τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα και στον κόσμο βρίσκονταν σε ύφεση, δεν απουσιάζουν βέβαια εστίες αντίστασης για επιμέρους ζητήματα, όπως για παράδειγμα οι αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι απαραίτητο και αναγκαίο το επόμενο διάστημα να παίξουμε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην διεύρυνση των κινημάτων στην χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη με το ειδικό βάρος που έχουμε ως μεγάλη αριστερή πολιτική δύναμη. Το πολιτικό μας σχέδιο προϋποθέτει την ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων, το πολιτικό μας πρόγραμμα θα πρέπει να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο και σε αυτό το επίπεδο, συμβάλλοντας στην ένταση του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Το δημόσιο συμφέρον: Αναμφίβολα αυτή η κρίση φέρνει στην επιφάνεια και μια ατζέντα ευνοϊκή για την Αριστερά. Αυτό έχει να κάνει με την “επιστροφή στο κράτος”, στα δημόσια οικονομικά, και δίνει την δυνατότητα δημιουργίας στις δυτικές κοινωνίες ενός πλειοψηφικού ρεύματος που θα στηρίξει τους δημόσιους θεσμούς, θεσμούς – πιο απαραίτητους από ποτέ – ώστε να μπορέσουν οι κοινωνίες να αντιμετωπίσουν την καινούργια κατάσταση. Το γεγονός αυτό, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το έχει αντιληφθεί και το νεοφιλελεύθερο μπλοκ, όπως συνέβη και στην κρίση του 2007-8. Δεν είναι ασυνήθιστο ότι σε κάθε καπιταλιστική κρίση, το κράτος έρχεται να διασώσει το κεφάλαιο και την κατάρρευση της οικονομίας με κρατικές δαπάνες και άλλα μέτρα. Δεν πρέπει να μας ξαφνιάσει λοιπόν αν αύριο δούμε νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις να υιοθετούν μια ατζέντα «ανορθόδοξων» μέτρων, όπως εθνικοποιήσεις κ.ά. Συνεπώς, η δημιουργία ενός διακριτού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου υπεράσπισης και διεύρυνσης του δημόσιου χώρου μπορεί να αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα και να λειτουργήσει υπέρ των δυνάμεων της εργασίας στην παρούσα φάση και αυτό είναι ένα από τα άμεσα καθήκοντα της περιόδου. Άλλωστε ξέρουμε πως η «δεξιά» όταν μιλάει για κράτος πάντα εννοεί, το πώς το κράτος θα σώσει το μεγάλο κεφάλαιο. Αδιαφορώντας για τον κόσμο της εργασίας, για την «αναλώσιμη» μεσαία τάξη, εσχάτως και «ζόμπι»-τάξη όπως χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση.
Το τεχνικό-οικονομικό επίπεδο
Για να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε πειστικά στα ερωτήματα της περιόδου, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την τραυματική εμπειρία της προηγούμενης κρίσης χρέους και τα όσα αναγκαστήκαμε να υποστούμε από τους δανειστές στην διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ – ιδιαιτέρως το πρώτο εννιάμηνο του ‘15. Για να αποφύγουμε μια αντίστοιχη εξέλιξη, πρέπει να κατανοήσουμε ότι για να επανέλθουμε και μετά το πέρας της πανδημίας και το πάγωμα της οικονομίας στην πρότερη κατάσταση, θα πρέπει το χρέος να μην αυξηθεί ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αυτό συνεπάγεται μία νέα αναδιάρθρωση του χρέους, είτε με διαγραφή μέρος αυτού, είπε με μετατόπιση των υποχρεώσεων στο μακρινό μέλλον έτσι ώστε η αποπληρωμή του χρέους να συσχετίζεται με αυτό που παραδοσιακά λέγαμε ρήτρα ανάπτυξης.
Εφικτότητα
Μία τέτοια διεκδίκηση απέναντι στους δανειστές είναι εφικτή σήμερα, διότι αποτελεί πλέον ένα κοινό ζήτημα (σε αντίθεση με το 2015), καθώς όλες σχεδόν οι χώρες του νότου Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης, το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα και θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα μέτωπο επίμονο και αποτελεσματικό, με την επιβολή βέτο στις συνόδους κορυφής για να διεκδικήσουν μία τέτοια ρύθμιση των χρεών. Αυτή η στρατηγική και η συγκεκριμένη τεχνοοικονομική ανάλυση, αξιοποιώντας την κατάσταση της πανδημίας, μπορεί να πιέσει το μέτωπο του Βορρά. Ως τέτοια, λοιπόν, στρατηγική θα πρέπει να συμπυκνώνεται σε μία ξεκάθαρη τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ που θα απευθύνεται στην κοινωνία και θα απαιτεί δυναμική στήριξη για να προβληθεί έναντι των αντιπάλων, δηλώνοντας απερίφραστα ότι, όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, καμιά περαιτέρω μεταφορά του κόστους της διάσωσης του ελληνικού καπιταλισμού δεν θα μεταφερθεί αυτή τη φορά στον κόσμο της εργασίας. Αυτό συνεπάγεται μία σειρά από συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, όπως καμία μείωση μισθών και συντάξεων ούτε στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα, εξασφαλισμένη εργασία με συλλογικές συμβάσεις παντού, ρύθμιση των κόκκινων δανείων για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο εάν απαιτηθεί επανακεφαλαιοποίηση για τη διάσωσή τους.
Το Πρόγραμμα: Χρειαζόμαστε ένα ανανεωμένο δυναμικό πολιτικό πρόγραμμα συνεχώς ανατροφοδοτούμενο και επικαιροποιούμενο που θα συμπληρώνει το “Μένουμε Όρθιοι” με προτάσεις και μέτρα που θα απαντούν στις άμεσες και επιτακτικές ανάγκες προστασίας της κοινωνίας το επόμενο κρίσιμο διάστημα της μέγιστης αβεβαιότητας, επισφάλειας και της απειλής ανατροπών σε εργασιακές σχέσεις και κοινωνικές κατακτήσεις, ανοίγοντας ταυτόχρονα την κουβέντα για το αύριο. Μία σειρά από ζητήματα που αφορούν μεγάλους οραματικούς στρατηγικούς στόχους με ορίζοντα τον κοινωνικό μετασχηματισμό όπως πχ το μοντέλο ανάπτυξης, η κοινωνικοποίηση της οικονομίας, ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών, η αποδέσμευση από τον λιγνίτη και τις εξορύξεις και η επιτάχυνση ενός «Green New Deal» είναι στόχοι, των οποίων τις προϋποθέσεις υλοποίησης οφείλει να διερευνήσει και να καταστήσει ορατές και σαφείς προς την κοινωνία η πολιτική και κοινωνική Αριστερά. Χρειάζεται το επόμενο διάστημα να βρεθούμε μέσα και δίπλα στον κόσμο που θα έρθει αντιμέτωπος με την ανεργία, την υποαπασχόληση, την απώλεια της κατοικίας του, τη χρεοκοπία της επιχείρησής του και τη φτωχοποίηση. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να μας εμπιστευτεί η κοινωνία και για τα παρακάτω. Είναι επομένως απαραίτητο να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα που να στηρίζεται σε μία σωστή εκτίμηση του χαρακτήρα της σημερινής πολλαπλής κρίσης, ως μιας μεγάλης δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, και των ευρωπαϊκών και διεθνών συσχετισμών, προκειμένου να εντάσσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα στο ευρύτερο πλαίσιο των δομικών περιορισμών και σε μακροπρόθεσμο στρατηγικό ορίζοντα, ενώ την ίδια στιγμή ψηλά στην ατζέντα μας και σπονδυλική στήλη του Προγράμματος μας πρέπει να είναι οι ανισότητες –κοινωνικές, γεωγραφικές, κλιματικές, ψηφιακού αποκλεισμού-και ο ρόλος του κράτους.
Η ασύμμετρη διεύρυνση ων ανισοτήτων
Η κρίση της πανδημίας λειτουργεί ως καταλύτης για την περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνέπειές της είναι μεγαλύτερες στα πιο φτωχά και ευάλωτα στρώματα. Ταυτόχρονα, για δεύτερη φορά μέσα σε μία δεκαετία, η παρούσα κρίση διευρύνει και βαθαίνει την επισφάλεια στην Ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση αποσταθεροποιεί τον κοινωνικό δεσμό, ο οποίος ήταν ήδη ασταθής. Η ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού, η απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, η διάλυση του κοινωνικού κράτους και η διερεύνηση των άτυπων μορφών απασχόλησης, αποτυπώνεται πρακτικά σε τρεις ζώνες:
Η ζώνη της ενσωμάτωσης που χαρακτηρίζεται από σταθερή εργασία και πυκνά κοινωνικά δίκτυα.
Η ζώνη της επισφάλειας και τρωτότητας που χαρακτηρίζεται από επισφαλείς εργαζόμενους με ασταθή κοινωνικοποίηση.
Η ζώνη της αποσύνδεσης που αφορά τους μονίμως εκτός εργασίας, κοινωνικά απομονωμένους και αποκλεισμένους.
Στην Ελλάδα, όσο μονιμοποιείται η συνεχής απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους, η ζώνη επισφάλειας διευρύνεται από τα όριά της προς το κέντρο της σύγχρονης κοινωνίας και διεισδύει στην πρώτη ζώνη, αυτή της ενσωμάτωσης.
Ο ρόλος του κράτους
Ο ρόλος του Δημοσίου και του κράτους εν γένει, είναι σπουδαίος σε κάθε σχέδιο μετασχηματισμού. Τα τελευταία 30-40 χρόνια ο ρόλος αυτός αμφισβητήθηκε και περιορίστηκε, ενώ οι υπηρεσίες του υποβαθμίστηκαν λόγω των μειωμένων χρηματοδοτήσεων. Με την έναρξη, όμως, της πανδημίας αναγνωρίζεται πλέον σχεδόν σε όλο το φάσμα της πολιτικής η σημασία της λειτουργίας του Κράτους και του Δημοσίου εν γένει, στο πλαίσιο της στήριξης των θέσεων εργασίας, παροχής υπηρεσιών υγείας σε μεγάλη κλίματα και προγραμμάτων διάσωσης της οικονομίας. Στο πλαίσιο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι μας ήρθαμε πολύ (πιο) κοντά με τις λειτουργίες και αγκυλώσεις του κράτους και του δημοσίου στο σύνολό του. Είναι αδήριτη ανάγκη να προχωρήσουμε στη δημιουργία μίας πρότασης για τη δομική αναδιάρθρωση του Δημοσίου, με έμφαση στην διαφανή, ισότιμη, αξιόπιστη, σταθερή και γρήγορη εξυπηρέτηση των πολιτών, με τα δικαιώματα των εργαζομένων διασφαλισμένα και τις υποδομές αναβαθμισμένες (π.χ. ψηφιακή εξυπηρέτηση, μέριμνα για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες, ενεργειακά αποδοτικά κτίρια κτλ.). Είναι επίσης απαραίτητο να επαναφέρουμε στο προσκήνιο το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του κράτους, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο.
Κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες: Η πραγματικότητα όμως παραμένει δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση επιδιώκει την συναίνεση ή την ανοχή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, με τη συνδρομή και των ΜΜΕ, αποκρύβοντας τις ταξικές διαστάσεις της πολιτικής που ακολουθεί. Ο κίνδυνος συσπειρώνει τον κόσμο γύρω από το κράτος και την κυβέρνηση σε κάθε μέρος της γης. Η διαχείριση όμως των επιπτώσεων, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η αντιμετώπισή τους γίνεται ταξικά μεροληπτική, αφήνει πολλούς ακάλυπτους. Με αυτή την έννοια, η επόμενη μέρα της επιδημίας είναι το έδαφος για να συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις κοινωνικές και τις πολιτικές του συμμαχίες. Οι κοινωνικές συμμαχίες είναι το πρωτεύον κάθε αριστερής πολιτικής. Η συμμαχία του κόσμου της εργασίας με τα νέα μεσαία στρώματα, με έμφαση στους αυτοαπασχολούμενους και τη διανοητική εργασία, παράλληλα με τους αποκλεισμένους και τους άνεργους, είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, χθες, σήμερα και αύριο μετά την πανδημία. Τα κριτήρια για τις πολιτικές συμμαχίες πρέπει να είναι οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις, οι προγραμματικές συγκλίσεις και το πολιτικό και αξιακό επίπεδο με γνώμονα πάντα την ιδιαίτερη συγκυρία. Προγραμματικές συγκλίσεις δεν σημαίνει προγραμματικές ταυτίσεις. Η σύγκλιση για παράδειγμα με (τμήματα) της σοσιαλδημοκρατίας προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό της τελευταίας από το νεοφιλελευθερισμό. Ενώ η απεύθυνσή μας στις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις θα πρέπει να παραμένει σταθερή, παράλληλα με ένα σχέδιο συνάντησης σε καθολικούς και τοπικούς αγώνες, όπως βεβαίως και η σύγκλιση με όμορες δυνάμεις και στο διεθνές επίπεδο. Η κόκκινο-κόκκινο-πράσινη συμμαχία είναι αναντίρρητη αναγκαιότητα στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο επίπεδο, καθώς θα ήταν δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι μόνη της η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να ανταπεξέλθει στην τετραπλή κρίση: επιδημίες-οικονομική και κοινωνική κρίση (των ανισοτήτων συμπεριλαμβανομένων)-προσφυγική και οικονομική κρίση- περιβαλλοντική κρίση. Στην Ελλάδα λειτουργεί με ένα τρόπο που μπορεί να απελευθερώνει δυνάμεις, να πιέζει ηγεσίες κομμάτων, να εγκαλεί πολιτικές συμπεριφορές που βρίσκονται απέναντι από τις πολιτικές ταυτότητες που αυτές θέλουν να εκπροσωπήσουν.
Κόμμα των μελών: Δημοκρατία μέσα στο κόμμα, ένταση της πολιτικής και οργανωτικής δουλειάς. Τρία είναι τα βασικά αιτήματα που εκφράζονται πλειοψηφικά μέσα στις γραμμές του κόμματος.
Το πρώτο αίτημα εκφράζει διαχρονικά την ανάγκη ενημέρωσης των συντρόφων/ συντροφισσών, για όσα διαδραματίζονται στο εσωτερικό του κόμματος, τόσο στα ηγετικά κλιμάκια όσο και στις διεργασίες που αναπτύσσονται μεταξύ των τάσεων.
Το δεύτερο αίτημα αφορά την ανάγκη συμμετοχής των συντρόφων/συντροφισσών, στη διαμόρφωση του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ που ενίοτε αισθάνονται ότι διαδραματίζεται ερήμην τους. Αυτό προϋποθέτει πλήρη διαφάνεια και έλεγχο, από τη βάση, της λειτουργίας των πολιτικών οργάνων.
Και το τρίτο αίτημα αφορά τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτικού σχεδίου, την ανάγκη δηλαδή για μία ριζοσπαστική αριστερή εκδοχή που δεν περιορίζεται μόνο στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας στη βάση του καλύτερου διαχειριστή έναντι του αντιπάλου. Σε αυτή την ιστορική στιγμή, αφήνοντας στην άκρη εσωκομματικούς ανταγωνισμούς και εσωστρέφεια που σημάδια τους είχαν εκδηλωθεί εν όψει του συνεδρίου, πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τα πολιτικά επίδικα της περιόδου για να αναβαθμίσουμε τη ριζοσπαστική φυσιογνωμία του κόμματός μας με τεκμηριωμένες θέσεις, απορρίπτοντας αποτυχημένες παλαιές πρακτικές του λαϊκισμού και της συμβιβασμένης και ενσωματωμένης στο σύστημα σοσιαλδημοκρατίας και διεκδικώντας την ανασυγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου με χαρακτηριστικά που μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά για τη συγκρότηση μιας μεγάλης αριστερής κοινωνικής πλειοψηφίας.
Βαμβουκάκης Φίλιππος
Καββαδία Αννέτα
Καλκανδής Πέτρος
Κνήτου Κατερίνα
Κυπριανίδου Ερμίνα
Πάλλης Γιώργος
Παπαγιαννούλη Εύη
Παπανδρέου Ανδρέας
Παπαθανασίου Πόπη
Σπαθής Μάκης
Υδραίος Μιχάλης
Κυριάκος Βελόπουλος: «Είναι αργά για δάκρυα κύριε Μητσοτάκη»! (video)
Καταπέλτης κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν για ακόμα μία φορά ο Κυριάκος Βελόπουλος, με αφορμή τις κινήσεις του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν να υπογράψει μνημόνιο με...