H γενικευμένη «πολιτισμική δυσπιστία» και το «αδιανόητο βάρος τεκμηρίωσης» χτίζουν σύμφωνα με ερευνητές ένας τείχος συστηματικής απόρριψης των αιτημάτων ασύλου από μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Ζητώντας την εκ βάθρων αναμόρφωση των διαδικασιών παροχής ασύλου στη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Σάσεξ αναφέρει ότι το 1/3 των αιτημάτων ασύλου ΛΟΑΤΚΙ μεταναστών, απορρίπτονται για τον απλούστατο λόγο ότι οι αξιωματούχοι δεν πείθονται για τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου των αιτούντων.
Τέσσερις στους δέκα αίτουντες, που συμμετείχαν στην πανεπιστημιακή αυτή έρευνα, ανέφεραν ότι τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν επειδή οι υπάλληλοι των υπηρεσιών που απευθύνθηκαν δεν πίστευαν ότι τελούσαν στις πατρίδες τους υπό διωγμό ή σε κίνδυνο να διωχθούν, ενώ πάνω από το 1/3 αισθάνθηκαν πως οι κρατικοί υπάλληλοι που βρίσκονταν απέναντί τους για να καταγράψουν τις ιστορίες τους είτε δεν τους άκουγαν είτε δεν έθεταν τις σωστές ερωτήσεις.
«Είναι όμως ακόμα ευκολότερο για τους υπαλλήλους των υπηρεσιών ασύλου να απορρίπτουν αιτήματα βασισμένα στον σεξουαλικό προσανατολισμό, γιατί [για τους ΛΟΑΤΚΙ αιτούντες] είναι ακόμα πιο δύσκολο, απ’ ό,τι είναι σε άλλους αιτούντες να έχουν αποδείξεις που θα στηρίζουν το αίτημά τους: Τι μπορούν να έχουν να παρουσιάσουν, όταν βρίσκονται σε κίνδυνο και υπό διωγμό; Πόσο πιθανό είναι να έχουν μαζί τους φωτογραφίες και γράμματα που να αποδεικνύουν παλαιότερες τους σχέσεις;»
Σύμφωνα με την Ντάστιν οι αιτούντες που μίλησαν στην ερευνητική ομάδα «είχαν βιώσει οδυνηρές εμπειρίες». «Πρόκειται για ανθρώπους που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Αν μπορούσαν να μιλήσουν με μία φωνή, πιστεύω ότι θα έλεγαν ‘Είμαι αυτός που λέω ότι είμαι’. Η μεγαλύτερη ανησυχία τους είναι ότι δεν τους πιστεύουν.»
Όπως αναφέρει η Ντάστιν, το βάρος της απόδειξης έχει αδίκως στραφεί κατά των αιτούντων, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το διεθνές προσφυγικό δίκαιο, η συλλογή τεκμηρίων πρέπει να είναι ίσα καταμερισμένη ανάμεσα στους αιτούντες και σε αυτούς που αποφασίζουν – και πως οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών μετανάστευσης «σπάνια ξεκινούν τη διαδικασία με ανοιχτή σκέψη. Για τους περισσότερους, είναι θέμα του ‘πρέπει να με πείσεις’»
Ένας αιτών δήλωσε στους ερευνητές ότι η βρετανική υπηρεσία ασύλου «δεν πίστευε τίποτα. Τίποτα από όσα είπα δεν έγινε πιστευτό. Ούτε καν ένα. Δεν ξέρω πόσες ερωτήσεις μου έκαναν, νομίζω πάνω από 300 και δεν πίστεψαν καμία απάντηση. Το μόνο που πίστεψαν είναι ότι είμαι από τη Ζιμπάμπουε. Τίποτε άλλο».
Η Ντάστιν υποστηρίζει ότι είναι πολύ σημαντικό «οι δικαστικές αρχές και οι αρχές ασύλου να παίρνουν την προσωπική μαρτυρία των αιτούντων ως το σημείο αφετηρίας για την αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας. Η αρχική στάση θα πρέπει να είναι η πίστη στις αφηγήσεις των αιτούντων για το ποιοι είναι και τι τους έχει συμβεί»
Οι ερευνητές πήραν διαδικτυακά συνεντεύξεις από 239 άτομα, στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιταλία. 89 ήταν αιτούντες και 157 ήταν επαγγελματίες υποστηρικτές τους.
Ανάμεσα σε άλλα ευρήματα, οι ερευνητές ξεχωρίζουν ότι το 39% των ερωτηθέντων, για την κύρια συνέντευξή τους στην υπηρεσία ασύλου, περίμεναν πάνω από 6 μήνες. Σχεδόν οι μισοί δεν είχαν νομικό σύμβουλο ενώ περισσότεροι από τους μισούς αντιμετώπιζαν σωματικές ή ψυχικές παθήσεις σχετιζόμενες με την εκδίωξή τους ή την διαδικασία αίτησης ασύλου.
Ο επικεφαλής της έρευνας Νούνο Φερέιρα ανέφερε ότι τα συμπεράσματα της έρευνας καταδεικνύουν την ανάγκη να λάβουν τα κράτη άμεσα μέτρα για τη σωστή αντιμετώπιση του βάρους τεκμηρίωσης των στοιχείων και πως το καθεστώς κράτησής των αιτούντων θα πρέπει να καταργηθεί, καθώς το 41% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν αισθάνονταν ασφαλείς στις δομές που διαμένουν.
«Πολλοί αιτούντες που βρίσκονται υπό κράτηση αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβασή τους σε πληροφορίες και συμβουλές που χρειάζονται για το αίτημά τους, αλλά επίσης υφίστανται βία και κακοποίηση σχετιζόμενη με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και την ταυτότητα του φύλου τους», δηλώνει ο Φερέιρα.