Ο κλιματικός νόμος, που ψηφίστηκε πρόσφατα, φανερώνει τι συμβαίνει, όταν ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως η κλιματική προστασία, αποτελεί αντικείμενο νομοθεσίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το αποτέλεσμα είναι η κλιματική αλλαγή να γίνεται πρόσχημα για περισσότερα κέρδη για τα ιδιωτικά συμφέροντα που ευνοεί η κυβέρνηση. Ποια είναι η «λύση» που προτείνεται; Χωρίς μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, να καταστραφούν τα ελληνικά βουνά με τα δάση τους, για να σπαρθούν παντού ανεμογεννήτριες, χωρίς σεβασμό για τη διάσωση του τοπικού περιβάλλοντος. Ενώ τα χωράφια να γεμίσουν με φωτοβολταϊκά, προκειμένου οι προσφιλείς στην κυβέρνηση γερμανικές εταιρείες να ξεστοκάρουν όποια παρωχημένη τεχνολογία τους έχει μείνει και δεν ξέρουν τι να την κάνουν.
Η κυβέρνηση μας έχει συνηθίσει σε μεγαλόστομα λόγια, χωρίς ανάλογο προγραμματισμό, με τους πολίτες να πληρώνουν εντέλει τον λογαριασμό. Εν προκειμένω, τίθενται στόχοι απανθρακοποίησης που είναι πολύ πιο φιλόδοξοι σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έλλειψη ρεαλισμού θα φανεί, όπως πάντα, εκ των υστέρων και θα την πληρώσει ο ελληνικός λαός. Το νομοσχέδιο αραδιάζει ημερομηνίες, χωρίς να υπάρχει καμία τεκμηρίωση για το πώς θα επιτευχθούν οι σκοποί μέσα στις ημερομηνίες αυτές.
Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που ο στόχος, που έχει θέσει για τη Βόρεια Εύβοια, είναι να αντικατασταθεί το δάσος με φυτείες, τις οποίες θα φυτέψουν ολιγάρχες, που θα καταστήσουν εξαρτώμενο από αυτούς και την παρασιτική δραστηριότητά τους ακόμη και το φυσικό περιβάλλον. Γιατί για την κυβέρνηση, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι ό,τι και καθετί άλλο: Μια ευκαιρία για μπίζνες με οικολογικό πρόσχημα. Όμως πράσινη πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν βασίζεται στην βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από τα πυραμιδωτά ιεραρχικά συστήματα με υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα πρόσωπα των Υπουργών, όπως μας έχει συνηθίσει η κυβέρνηση. Η στρατηγική εκπονείται από το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και υποβάλλεται στο Εθνικό Συμβούλιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, τα μέλη του οποίου είναι εκπρόσωποι Υπουργείων, ενώ όσα μέλη εκπροσωπούν ακαδημαϊκούς/ειδικούς με σχετικό αντικείμενο χώρους, επιλέγονται από τον Υπουργό. Με άλλα λόγια η κλιματική αλλαγή εργαλειοποιείται και για μπίζνες και για διορισμούς! Η έγκριση της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή θα γίνεται με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Δηλαδή δεν θα υπάρχει χώρος για κανέναν πολιτικό διάλογο μέσα από αμφισβήτηση και βελτιώσεις ύστερα από κριτική.
Παρομοίως, το άρθρο 17 του κλιματικού νόμου προβλέπει ότι από το 2030 θα επιτρέπεται μόνο η πώληση πετρελαίου αναμεμειγμένου σε ποσοστό τουλάχιστον 30% με ανανεώσιμα υγρά καύσιμα. Ποιο θα είναι το κόστος, όμως; Θα το πληρώσουν, φαίνεται, οι πολίτες που θα πρέπει να κάνουν την αντικατάσταση. Βεβαίως, πρέπει να είναι προτεραιότητά μας η μεταφορά σε καύσιμα που θα έχουν λιγότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει μελέτη για τα κόστη και για το τι επιπτώσεις θα έχουν στον λαό.
Ευνοούνται όμως και οι ασφαλιστικές εταιρείες (άρθρο 23), καθώς θεσπίζεται η υποχρεωτική ασφάλιση κτιρίων σε ζώνες υψηλής «τρωτότητας». Το ασφαλιστήριο θα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ηλεκτροδότηση. Ουσιαστικά η κυβέρνηση θα καλύπτεται έτσι από φυσικές καταστροφές που θα προκαλεί η κατά τα άλλα περιβαλλοντοκτόνος πολιτική της, η αδιαφορία ή και ενίοτε ενοχή. Αυτό που θεσπίζεται, με άλλα λόγια, είναι η μεταφορά της ευθύνης από το κράτος στους πολίτες, σύμφωνα με το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης.
Με λίγα λόγια, το νομοσχέδιο προσφέρει αυθαίρετες ημερομηνίες, χωρίς επαρκείς τιμολογήσεις. Όλα αυτά θα τα πληρώσει ο λαός, στον οποίο θα μετακυλίσει η κυβέρνηση την κρατική ευθύνη. Προσφέρει αόριστα ευχολόγια, χωρίς συνεκτική πολιτική. Ενώ ο πραγματικός στόχος του είναι η εργαλειοποίηση και της κλιματικής αλλαγής, προκειμένου να κερδοφορήσουν επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία παγίως ευνοεί η κυβέρνηση.