Την εθνική υποχρέωση της κυβέρνησης να εξασφαλίσει στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στην Τουρκία ανέδειξε ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Με δηλώσεις του στους ραδιοφωνικούς σταθμούς Alpha 9,89 και ΘΕΜΑ 104,6, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αρμόδιος τομεράρχης του ΣΥΡΙΖΑ επικαλέστηκε τη γνωστή λατινική φράση ότι τα γραπτά μένουν και υπενθύμισε όσα έγραψε σε τρεις εφημερίδες του εξωτερικού ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη όχι μόνο για λόγους εξυπηρέτησης των βραχυπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων αλλά και των μακροπρόθεσμων, μονίμων και στρατηγικών, να εξασφαλίσει ισχυρές κυρώσεις στο επόμενο Συμβούλιο και όχι μία ακόμη αναβολή. Αν δεν τις πετύχει, η αποτυχία θα πάρει χαρακτηριστικά εθνικής ήττας. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε σε άρθρο του το Σεπτέμβρη σε τρεις ξένες εφημερίδες ότι οι ισχυρές κυρώσεις ήταν η μόνη επιλογή για το Συμβούλιο εκείνου του μήνα. Από τότε έχουν περάσει δύο συμβούλια χωρίς κανένα αποτέλεσμα», είπε μεταξύ άλλων ο Γιώργος Κατρούγκαλος.
«Το μήνυμα που στέλνει η Τουρκία στην Ευρώπη είναι προφανές, είμαι μία μεγάλη δύναμη και δεν θα προσαρμόζομαι μόνο εγώ στις δικές σας γεωστρατηγικές απαιτήσεις, θα προσαρμόζεστε και εσείς στις δικές μου. Το μήνυμα αυτό μεταφράζεται ως εξής: εγώ θα παρανομώ, θα αμφισβητώ τη διεθνή νομιμότητα και τις αποφάσεις της ΕΕ, και εσείς δεν θα κάνετε τίποτα γιατί με έχετε ανάγκη λόγω του μεταναστευτικού- προσφυγικού και επειδή είμαι μεγάλη δύναμη. Σε μια περίοδο γενικών ανακατατάξεων, ενόψει της Προεδρίας Μπάιντεν, τυχόν επικράτηση αυτής της στρατηγικής θα συνιστά τεκτονικής φύσεως αναδιάταξη των συσχετισμών», πρόσθεσε και επεσήμανε ότι «η Τουρκία έχει μια συνεπή στρατηγική, έστω και αν την βασίζει σε μέσα που είναι αντίθετα με τη διεθνή νομιμότητα, ενώ εμείς, με την κυβέρνηση της ΝΔ, ούτε στρατηγική έχουμε, ούτε καν αντιδρούμε αμυντικά με αποτελεσματικότητα απέναντι στις προκλήσεις της για δημιουργία τετελεσμένων. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε παρόμοια κλιμάκωση της επιθετικότητας της Άγκυρας χωρίς αποτροπή: έρευνες επί μήνες εντός της υφαλοκρηπίδας μας, ακόμη και κάτω από τα 12 μίλια, NAVTEX που προαναγγέλλουν έρευνες και κάτω από τα έξη, παντελής ανυπαρξία κυβερνητικών κόκκινων γραμμών. Και μάλιστα, πέρα από το γενικευμένο κενό στρατηγικής υπάρχουν περιπτώσεις όπου άλλα λέει ο πρωθυπουργός και άλλα το υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την εξωτερική πολιτική. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το Υπουργείο Εξωτερικών, σωστά, καταγγέλλει κάθε παράνομη επέμβαση του Oruc Reis εντός της υφαλοκρηπίδας μας, ενώ ο κ. Μητσοτάκης στο άρθρο του στις ξένες εφημερίδες μιλούσε και συνεχίζει να μιλά για «έρευνες που γίνονται σε μη οριοθετημένη περιοχή». Αυτό δεν συνιστά απλώς διγλωσσία, αλλά διαφορετική πολιτική γραμμή. Και η διγλωσσία δεν είναι μόνον ενδεικτική έλλειψης στρατηγικής αλλά και σχετικής παραλυσίας από την πλευρά της κυβέρνησης ως προς το ποια γραμμή θα προωθήσει. Το Υπουργείο Εξωτερικών δηλώνει διαχρονικά με συγκεκριμένη γλώσσα αυτά που εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον και όταν αποκλίνει ένας πρωθυπουργός πρέπει -τουλάχιστον- να εξηγήσει τις θέσεις του».
Για άλλη μια φορά ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι «πρέπει άμεσα να καλύψουμε αυτό το κενό στρατηγικής: δεν αρκεί απλώς η άμυνα στις προκλήσεις της Τουρκίας, να καταφέρουμε να πετύχουμε τις κυρώσεις στο επόμενο Συμβούλιο. Αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, η κυβέρνηση πρέπει να το πετύχει πάση θυσία, ακόμη και με απειλή χρήσης βέτο, αλλά δεν συνιστά από μόνο του στρατηγική. Πρέπει παράλληλα να τονίσουμε τη σημασία που έχει η Ελλάδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και να συμμετέχουμε ενεργά στις συζητήσεις για το μέλλον της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής εξωτερικών και άμυνας. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε εμείς κατά τη διακυβέρνηση μας, αναδεικνύοντας το ρόλο της πατρίδας μας ως εξαγωγέα σταθερότητας και αναγκαία χώρα για την ειρήνη στην περιοχή, από τις Πρέσπες μέχρι τις τριμερείς συνεργασίες στην περιοχή, πρέπει να συνεχιστεί. Παράλληλα, πρέπει να πάρουμε σαφή θέση υπέρ της ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης απέναντι σε ΝΑΤΟ και ΗΠΑ και να συμμετέχουμε ενεργά στον Ευρωτουρκικό διάλογο».