Για τις ελληνοτουρκικές διαφορές και σχέσεις το 2021 έγραψε στην εφημερίδα «KONTRA News» ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε όσα χωρίζουν τις δύο χώρες και έθεσε το πλαίσιο, στο οποίο πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση για να αποφύγουμε κλιμάκωση των προκλήσεων από την Άγκυρα. Το πλήρες άρθρο του Γιώργου Κατρούγκαλου.
«Η Τουρκία το 2020 επιδείνωσε, σε πρωτοφανή βαθμό, την ένταση στις διμερείς μας σχέσεις, τόσο με εμπρηστική ρητορική όσο και με έμπρακτες ενέργειες επιθετικότητας. Απέναντι σε αυτή τη “συνεπή” ως προς τον αναθεωρητισμό στρατηγική, η κυβέρνηση ούτε χάραξε ούτε υποστήριξε κόκκινες γραμμές, απέτυχε τόσο στην αποτροπή όσο και στην διπλωματική τους αντιμετώπιση. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις συσκότισε συνειδητά το χαρακτήρα των τουρκικών προκλήσεων, για να συγκαλύψει την αδυναμία της να τις προλάβει ή να τις αποκρούσει, για παράδειγμα με τις διαρροές περί “θορύβων” που δεν επιτρέπουν τις έρευνες του Oruc Reis, παλαιότερα με τους ισχυρισμούς ότι “το πήρε ο άνεμος”.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όλα αυτά αποκαλύπτουν ένα τεράστιο κενό στρατηγικής, που βλάπτει τη χώρα και πρέπει άμεσα να καλυφθεί. Η κυβέρνηση τρέχει κάθε φορά, αντανακλαστικά και αμυντικά, πίσω από κάθε επιθετική κίνηση της Τουρκίας, χωρίς σχέδιο και πρωτοβουλία. Δεν διεκδίκησε άμεση συμμετοχή στον ευρωτουρκικό διάλογο. Δεν έθεσε θέμα κυρώσεων παρά μόνον οκτώ μήνες μετά το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, σχεδόν ένα χρόνο μετά την επί της αρχής απόφαση για τις κυρώσεις που εξασφάλισε ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν πήρε κυρώσεις γιατί δεν τις ζήτησε έγκαιρα, σε αντίθεση με την μικρή Κύπρο που πήρε κάποιες, έστω ελαφρές. Δεν πήρε όμως κυρώσεις και γιατί δεν ενέταξε τη σχετική προσπάθεια σε ένα πλαίσιο ενεργητικής, πολυμερούς διπλωματίας, όπως είχαμε κάνει εμείς. Για παράδειγμα, για πάνω από ενάμιση χρόνο εγκατέλειψε τον πολύ αποτελεσματικό θεσμό της Διάσκεψης των Επτά χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, με αποτέλεσμα να μην έχουν στα τελευταία Συμβούλια ανάλογη στάση με αυτή της διακυβέρνησης μας χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία.
Τέλος σημαντική εκδήλωση του κενού στρατηγικής είναι και οι αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ του ΥΠΕΞ και του κ. Μητσοτάκη, όταν ο τελευταίος αποκλίνει από τις σταθερές της εξωτερικής μας πολιτικής. Για παράδειγμα το ΥΠΕΞ καταδικάζει τις τουρκικές παραβιάσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης, μιλά για έρευνες “σε μη οριοθετημένη περιοχή”, δίνοντας επιχειρήματα σε όσους διαφοροποιούν την περίπτωση των τουρκικών παραβιάσεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Άλλο παράδειγμα, σε σχέση με την πολυμερή Διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο. Σύμφωνα με πληροφορίες των ΜΜΕ που δεν έχουν διαψευσθεί, το ΥΠΕΞ προέβη σε διαβήματα στα κράτη-μέλη ΕΕ τονίζοντας ότι θα συναινέσει στην πραγματοποίησή της Διάσκεψης μόνο αν τερματιστεί η τουρκική προκλητικότητα. Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης «άδειασε» τη διπλωματία μας, συναινώντας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, να προχωρήσει η Διάσκεψη χωρίς όρους και εγγυήσεις.
Πρέπει να αποκτήσουμε εθνική στρατηγική με πρώτο βήμα την αυτοκριτική της κυβέρνησης και τη σύγκληση του Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών και σκοπό την επιστροφή σε ενεργητική και πολυδιάστατη διπλωματία. Στην εξωτερική πολιτική κερδίζουμε μόνον όταν μπορούμε να αναδείξουμε την αμοιβαιότητα των συμφερόντων, όπως κάναμε στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τον στρατηγικό διάλογο, τον αγωγό EastMed και το σχήμα 3 +1, όχι όταν εμφανιζόμαστε, όπως έκανε ο κ. Μητσοτάκης στην Ουάσιγκτον, ως προβλέψιμοι και δεδομένοι.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να εναχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων. Για το σκοπό αυτό, αλλά κυρίως για να αποκτήσει φωνή και ρόλο η Ευρωπαϊκή Ένωση στην διεθνή σκηνή, θα πρέπει να ενισχύσουμε τις προτάσεις για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, που βασίζονται στην ιδέα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας όχι μόνο στο αμυντικό πεδίο, όπου τα σύνορα κάθε χώρας είναι σύνορα της Ευρώπης, αλλά και στην ενίσχυση της στρατηγικής της αυτονομίας σε σχέση με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
Μόνο υπό τις προϋποθέσεις αυτές θα είναι αποτελεσματικός ο διάλογος με την Τουρκία, για την επίλυση της διαφοράς μας για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Οι διερευνητικές, όποτε ξεκινήσουν, πρέπει να μην έχουν ως βάση εκβιασμούς και απειλές χρήσης βίας, να βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και την ενεργή επιδίωξη λύσης και να αρχίσουν από εκεί που σταμάτησαν το 2016 με ευθύνη της Τουρκίας. Δεν μπορούν να περιλαμβάνουν οποιοδήποτε θέμα κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα οι υποτιθέμενες “γκρίζες ζώνες” ή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας. Το ίδιο ισχύει για τον διάλογο για ΜΟΕ που πρέπει να αρχίσει σίγουρα. Κυρίως, εάν υπάρχει οποιοδήποτε κείμενο-πλαίσιο σε συνέχεια των διαπραγματεύσεων του Βερολίνου του Ιουλίου, πρέπει να διασφαλίζει τις θέσεις της Ελλάδας και να υπάρξει εκ των προτέρων ενημέρωση της αντιπολίτευσης».