Για τις σχέσεις της Ελλάδας και της Ρωσίας έγραψε ο Γιώργος Κατρούγκαλος στη μηνιαία έκδοση του περιοδικού του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών για τις Διεθνείς Σχέσεις. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε σε όλους τους δεσμούς που έχουν οι δύο χ΄ώρες και εστίασε σε ενώνουν Αθήνα και Μόσχα, καθώς θεωρεί ότι είναι πολλά περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν.
«Η Ρωσία και η Ελλάδα έχουν διπλωματικές σχέσεις εδώ και 192 χρόνια. Πολύ πριν όμως από τη σύναψη παρόμοιων σχέσεων, οι δύο χώρες συνδέονταν με ισχυρούς δεσμούς, που εδράζονται σε κοινές πνευματικές και πολιτιστικές παραδόσεις και παράλληλες ιστορικές διαδρομές. Όποιος έχει επισκεφτεί το Κρεμλίνο και έχει δει τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες και πίνακες του, γνωρίζει ότι οι απαρχές των σχέσεων αυτών ανατρέχουν στα χρόνια του Βυζαντίου και στη γένεση του ρωσικού έθνους. Κατά την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής πολλοί Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στην ομόδοξη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκαν και προόδευσαν στο εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα. Άλλοι υπηρέτησαν ευδόκιμα το ρωσικό κράτος στα υψηλότερα αξιώματα, με σημαντικότερο ανάμεσα τους τον συνυπουργό Εξωτερικών, επί Τσάρου Αλέξανδρου Α’, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διπλωματική ιστορία της Ευρώπης και ιδιαίτερα στο Συνέδριο της Βιέννης. Στην Οδησσό ιδρύθηκε το 1814 η Φιλική Εταιρία, η μυστική οργάνωση η οποία προετοίμασε την ελληνική επανάσταση του 1821. Περαιτέρω, η Ρωσία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποφασιστική για την ανεξαρτησία του νεοελληνικού κράτους ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου στις 20 Οκτωβρίου του 1827, ο Ρωσικός στόλος, μαζί με τον Βρετανικό και το Γαλλικό, καταβύθισαν τον κοινό τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στις 6 Σεπτεμβρίου 1828, εγκαινιάσθηκαν οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Ρωσίας.
Πολιτικές και Διπλωματικές σχέσεις
Οι δεσμοί μεταξύ των δύο κρατών δεν διακόπηκαν ποτέ, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους, όπως ο ψυχρός πόλεμος. Μετά το τέλος του ελληνικού εμφύλιου πολέμου (1946-1949) και ιδίως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Σοβιετικής Ένωσης αναβαθμίσθηκαν και εντατικοποιήθηκαν, ανεξαρτήτως μάλιστα του εάν στην εξουσία βρίσκονταν συντηρητικές ή προοδευτικές κυβερνήσεις. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε τη Μόσχα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, τον Οκτώβριο του 1979. Ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου, που τον διαδέχθηκε, συνάντησε επίσης τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ Ν.Τίχονοβ τον Φεβρουάριο του 1985, ενώ ο συντηρητικός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναντήθηκε με το Μιχαήλ Γκορμπατσώφ τον Ιούλιο του 1991.
Ακόμη πιο συχνές και συστηματικές είναι οι διμερείς επαφές της Ελλάδας με τη Ρωσική Ομοσπονδία κατά την διάρκεια αυτού του αιώνα, με αδιατάρακτη διακομματική συναίνεση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Κατά την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στη Μόσχα τον Ιούλιο του 2001, οι συνομιλίες, πέραν των διμερών, επικεντρώθηκαν στις πολιτικές εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας, όπου διαπιστώθηκαν σημαντικές συγκλίσεις. “Και οι δύο χώρες θεωρούν, ότι το status quo στα Βαλκάνια πρέπει να διατηρηθεί και ως εκ τούτου, συμφωνήσαμε με τον κ. Πούτιν ότι είμαστε κατά της όποιας αλλαγής των συνόρων και εκείνων που την προωθούν διά της βίας”, είχε δηλώσει ο Κώστας Σημίτης. Στη συνάντηση αυτή διαπιστώθηκε από κοινού η ανάγκη αποφυγής νέων διαχωριστικών γραμμών στην Ευρώπη και στενότερης και σε βάθος συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ. Μάλιστα ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε την ετοιμότητα της Ελλάδας να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο στην ενίσχυση των δεσμών ΕΕ-Ρωσίας και την προώθηση των θεμάτων κοινών συμφερόντων κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2003.
Κατά την ανταποδοτική επίσκεψη του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ελλάδα το Δεκέμβρη 2001, ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας τόνισε ότι «το τέλος των ιδεολογικών διαφορών κατέδειξε τα γεωπολιτικά θεμέλια της ελληνο-ρωσικής φιλίας», επισημαίνοντας ότι οι δυο χώρες έχουν παρόμοιες απόψεις σε πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των Βαλκανίων. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος αναφέρθηκε εκτεταμένα στην προσωπικότητα του Προέδρου Πούτιν και στη σημασία της επίσκεψης για την περαιτέρω προώθηση των διμερών σχέσεων. Ο δε πρωθυπουργός Σημίτης τόνισε ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να χτίσει γέφυρες προς όλες τις κατευθύνσεις», ενώ ο Πρόεδρος Πούτιν προέτρεψε την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα να εκμεταλλευτεί το υψηλό επίπεδο σχέσεων που αναδύονται μεταξύ των δύο χωρών. Όσον αφορά την προοπτική συνεργασίας Ελλάδας-Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα, έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου και στη συμμετοχή των Ρωσικών εταιρειών στην ανάπτυξη δικτύων διανομής και αποθήκευσης του. Όσον αφορά τις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας, συγκροτήθηκε μια κοινή επιτροπή τον Οκτώβριο του 2002, με σκοπό την προώθηση στρατηγικών συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο κεντρικός χαρακτήρας των ελληνορωσικών σχέσεων, αποδεκτός από όλες τις πλευρές του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο κατά την πρωθυπουργία Κώστα Καραμανλή, που διαδέχθηκε τον Κ. Σημίτη. Ο Κ. Καραμανλής επέλεξε τη Ρωσία για την πρώτη διπλωματική του επίσκεψη, μετά την Κύπρο, παραδοσιακό πρώτο προορισμό κάθε νεοεκλεγέντος Έλληνα πρωθυπουργού, το 2004. Πραγματοποίησε δε ακόμη δύο επίσημες επισκέψεις στη Μόσχα, το 2007 και 2008, ενώ συνολικά συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Πούτιν πέντε φορές.
Κατά την πρώτη συνάντηση τους το 2004, ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε την Ελλάδα «ως τον στενότερο στρατηγικό εταίρο της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε ότι η διατύπωση «αντικατοπτρίζει σαφώς το επίπεδο των διμερών σχέσεων». Κατά την επίσκεψη αυτή υπογράφηκαν τρεις σημαντικές διακυβερνητικές συμφωνίες: Κοινή Δήλωση για την περαιτέρω ενίσχυση της εταιρικής σχέσης και της συνεργασίας, Κοινή δήλωση για τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και το Κοινό Ελληνορωσικό Σχέδιο Δράσης για την περίοδο 2005-2006. Το τελευταίο απετέλεσε τη νομική και θεσμική βάση για τη συστηματική διπλωματική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για την περαιτέρω προώθηση της διμερούς συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας και του εμπορίου. Οι ελληνορωσικές σχέσεις έφτασαν σε ένα νέο υψηλό επίπεδο στην τριμερή σύνοδο κορυφής Ρωσίας-Ελλάδας-Βουλγαρίας που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2006 στην Αθήνα. Η συνάντηση έδωσε την ευκαιρία για τον Έλληνα πρωθυπουργό να χαρακτηρίσει τη Ρωσία ως «στρατηγικό εταίρο» και να επισημάνει ότι «η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσία σε όλους τους τομείς».
Η επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στη Μόσχα το Δεκέμβριο του 2007 επιβεβαίωσε το άριστο κλίμα και τις δυνατότητες περαιτέρω ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Κατά την διάρκειά της υπογράφηκε πρωτόκολλο για τη σύσταση της εταιρείας κατασκευής και λειτουργίας του αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, σημαντικού έργου που δεν ολοκληρώθηκε τελικά λόγω μεταγενέστερης υπαναχώρησης της Βουλγαρίας. Επιπρόσθετα, συμφωνήθηκε η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων 415 τεθωρακισμένων οχήματων μάχης τύπου BMP-3. Τον Απρίλιο του 2008 ο Έλληνας Πρωθυπουργός συναντήθηκε τόσο με τον απερχόμενο τότε Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν, όσο και με τον Πρωθυπουργό Μεντβέντεφ και υπέγραψε τη Συμφωνία συμμετοχής της Αθήνας στον υπό κατασκευή αγωγό φυσικού αερίου South Stream. Τον Ιανουάριο του 2009 η Ελλάδα επέτρεψε στη Ρωσία να διεξάγει αεροναυτικές ασκήσεις εντός του ελληνικού εναέριου χώρου πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος.
Μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, ο νέος πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, επισκέφθηκε τη Μόσχα το Φεβρουάριο του 2010 και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό, τότε, Β. Πούτιν. Συζητήθηκε περαιτέρω η διμερής συνεργασία στον ενεργειακό τομέα, ενώ οι δυο ηγέτες συμφώνησαν στην ενίσχυση των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη Ρωσία. Αποφασίστηκε επίσης η σύσταση κοινής Διυπουργικής Επιτροπή για την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων και ένα πρόγραμμα πολιτιστικής και επιστημονικής συνεργασίας για τα έτη 2010-2015. Ο επόμενος Έλληνας Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε επισκεφτεί τη Μόσχα το 2012, ως αρχηγός του κόμματος του, της Νέας Δημοκρατίας, όταν έγινε δεκτός από τον Πρωθυπουργό Β.Πούτιν. Οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν επίσης στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής ΕΕ-Ρωσίας τον Ιανουάριο του 2014 στις Βρυξέλλες.
Ο διάδοχός του, Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, επισκέφτηκε τη Ρωσία τρεις φορές, ενώ με τον Πρόεδρο Πούτιν συναντήθηκε συνολικά άλλες δύο, έχοντας επιπλέον μαζί του επτά ακόμη αναλυτικές τηλεφωνικές συζητήσεις. Στην πρώτη συνάντηση με τον Πρόεδρο Πούτιν και τον Πρωθυπουργό Μεντβέντεφ, τον Απρίλιο του 2015, συζητήθηκαν όλα τα ζητήματα διμερούς ενδιαφέροντος, στο πλαίσιο της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης, με έμφαση στην εμπορική και οικονομική συνεργασία στον τομέα του τουρισμού και στην ενέργεια. Τον Ιούνιο του 2015 συμμετείχε στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, μιλώντας μάλιστα στο κεντρικό πάνελ, με τον Πρόεδρο Πούτιν. Τον Ιανουάριο του 2016 επισκέφθηκε τη Μόσχα ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλος, συμμετέχοντας στο Gaidar Forum, ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος Διδάκτορας της Ρωσικής Προεδρικής Ακαδημίας Εθνικής Οικονομίας και Δημοσίας Διοίκησης.
Η τρίτη επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα στη Μόσχα έγινε το Δεκέμβριο του 2018 και συνετέλεσε στην επιστροφή των διμερών σχέσεων στο διαχρονικά άριστο επίπεδο τους, μετά την πρόσκαιρη διαταραχή τους τον Ιούλιο του ίδιου έτους, από την απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και τα αντίστοιχα αντίμετρα από τη ρωσική πλευρά. Το επεισόδιο αυτό απετέλεσε μεμονωμένο γεγονός χωρίς μακροπρόθεσμες συνέπειες, με δεδομένο μάλιστα ότι το 2018 ήταν χρονιά ιδιαίτερης ανάπτυξης των ελληνορωσικών σχέσεων, καθώς απετέλεσε το αφιερωματικό έτος τουρισμού 2017/2018 και σημαδεύτηκε από την επέτειο των 190 ετών από την σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η συζήτηση μεταξύ των δύο ηγετών, Τσίπρα και Πούτιν, την οποία είχα την τιμή να παρακολουθήσω, διεξάχθηκε σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα και επιβεβαίωσε τους σταθερά στενούς δεσμούς των δύο χωρών. Στο πλαίσιο της συζητήθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών και η θετική της επίδραση στη σταθεροποίηση των Βαλκανίων. Ακολούθησε η αναγνώριση από τη Μόσχα της αλλαγής ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας. Την περαιτέρω αναθέρμανση των διμερών σχέσεων επιστέγασαν η επίσκεψη στην Αθήνα του Ρώσου ΥφΥΠΕΞ Α. Γκρούσκο τον Ιανουάριο του 2019 και μια ιδιαίτερα παραγωγική συνάντησή μου με τον ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ τον Ιούνιο του 2019.
Και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που αναδείχθηκε μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 κινείται στο ίδιο πλαίσιο, όπως προκύπτει από την συνάντηση του ΥΠΕΞ Ν. Δένδια με τον Σ. Λαβρόφ το Νοέμβριο του 2019 και την πρόσφατη επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2020.
Πολιτιστικές και Οικονομικές Σχέσεις
Κατά την διακυβέρνηση της Ελλάδας από το ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) δόθηκε σημαντική ώθηση στον πολιτισμό, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπόβαθρα της φιλίας των δύο λαών. Το 2016 κηρύχθηκε Έτος Ρωσίας στην Ελλάδα, υπό την αιγίδα του Έλληνα Πρωθυπουργού και Έτος Ελλάδας στη Ρωσία, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ας σημειωθεί ότι η διαδικασία αυτή της αμοιβαίας κήρυξης αφιερωματικού έτους έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μολονότι αποτελεί συνήθη διπλωματική πρακτική για τη Ρωσία. Το Έτος απετέλεσε τεκμήριο του σταθερού ενδιαφέροντος της Ελλάδας για καλές και εποικοδομητικές σχέσεις με την Ρωσία, τόσο στο διμερές όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο και είχε ως στόχους να αναδειχθούν οι κοινές ρίζες και αναφορές στα θεμέλια της πολιτιστικής και πνευματικής μας κληρονομιάς.
Το Μάρτιο του 2016, ο από ρωσικής πλευράς επικεφαλής του Προγράμματος, Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, Sergei Prihodko, προχώρησε με τον ομόλογό του για την ελληνική διοργάνωση, Υπουργό Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά, στην προβλεπόμενη επίσημη ανταλλαγή των Προγραμμάτων με την ευκαιρία των εγκαινίων του ρωσικού εκθέματος Σκυθικών θησαυρών στο Μουσείο της Ακρόπολης. Τον Απρίλιο του 2016 έγινε η επίσημη εκκίνηση του ελληνικού προγράμματος στην Ρωσία με την εγκατάσταση του αντιστοίχου εκθέματος της «Κόρης της Ακρόπολης» στο Μουσείο Ερμιτάζ. Ακολούθησαν πολλές σημαντικές εκδηλώσεις και στις δύο χώρες, πολλές μάλιστα αναπτύχθηκαν αυτόβουλα και εκτός του διμερούς κρατικού προγραμματισμού. Παράδειγμα των τελευταίων απετέλεσε το πρόγραμμα εκδηλώσεων του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, οι εκδηλώσεις “Αργοναυτικά” στην Πετρούπολη, αλλά και πολλές πρωτοβουλίες δράσεων ελληνικών ομογενειακών φορέων στο Κρασνοντάρ, στο Βλαντικαφκάζ, στη Μόσχα και στο Βλαδιβοστόκ.
Στη συνέχεια, το 2019 ανακηρύχθηκε κοινό Έτος Γλώσσας και Λογοτεχνίας, με πλούσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων και στις δύο χώρες, ενώ η προηγούμενη χρονιά, 2018, όπως προαναφέρθηκε, είχε ορισθεί ως έτος Τουρισμού. Ο συνολικός αριθμός των Ρώσων τουριστών έφτασε τη χρονιά αυτή στις 840 χιλιάδες. Αποτελεί στόχο και των δυο πλευρών η διατήρηση της αυξητικής τάσης κατά τα επόμενα έτη, μετά, προφανώς, το τέλος της κρίσης του κορωνοϊού. Η παράδοση των πολιτιστικών ανταλλαγών συνεχίσθηκε με την υπογραφή κατά την επίσκεψη του ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2020 Κοινού Μνημονίου για τη αναγόρευση του 2021 ως «Έτους Ιστορίας Ελλάδας-Ρωσίας». Πρόκειται για ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή, δεδομένου ότι η χρονιά αυτή σηματοδοτεί την επέτειο των 200 ετών της ελληνικής επανάστασης, στην οποία διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο η Ρωσία.
Σημαντικός είναι ο όγκος του διμερούς εμπορίου, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα (4.3 δισ. ευρώ το 2019), αν και έχει πληγεί από τις κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας και τα σχετικά αντίμετρα, όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα.
Το ισοζύγιο είναι έντονα ελλειμματικό για την Ελλάδα, πράγμα που δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες βελτίωσης του στο μέλλον. Σύμφωνα με τη ρωσική στατιστική υπηρεσία, το 2019 οι ρωσικές εισαγωγές από Ελλάδα εμφανίστηκαν μειωμένες κατά 11,65%, ανερχόμενες σε 180 εκ. δολ., αντιστοιχώντας μόλις στο 0,10% του συνόλου των ρωσικών εισαγωγών (έναντι 0,12% το 2018). Ταυτόχρονα οι ρωσικές εξαγωγές προς Ελλάδα ήταν μειωμένες επίσης κατά περίπου 6,36%, ανερχόμενες σε 2,7 δις δολ, αντιστοιχούσαν δε στο 0,89% του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών (έναντι 1,33% το 2018). Σωρευτικά οι ελληνικές εξαγωγές, μετά την εφαρµογή των ρωσικών αντιµέτρων έχουν συρρικνωθεί σχεδόν κατά το ήµισυ σε σχέση µε την προηγούµενη περίοδο. Προ των κυρώσεων του 2014 ο συνολικός όγκος εμπορικών συναλλαγών ανερχόταν σε 7.027.683.870 δολ, άρα υπέστη μείωση περίπου κατά 37%. Κατά το πρώτο πεντάµηνο του 2020, ο όγκος διμερούς Ελλάδος-Ρωσίας έχει μικρή μείωση σε σχέση µε την ίδια περίοδο το 2019, πράγμα που ενδεχομένως συνδέεται με την πανδημία.
Μεταξύ των δύο χωρών λειτουργεί Μικτή Διϋπουργική Επιτροπή για θέματα οικονομικής, βιομηχανικής, επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, της οποίας είχα την τιμή να είμαι συμπρόεδρος εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Στο πλαίσιο της συναντήθηκα επανειλημμένα κατά το διάστημα 2016-2019 με τους Ρώσους συμπροέδρους υπουργούς, τους Μ. Σοκόλοφ και Ε. Ντίτριχ, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρωσία. Στις 7.11.2017 υπεγράφη συμφωνία συνεργασίας Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και Ρώσων Βιοµηχάνων και Επιχειρηματιών, µε στὀχο την προώθηση της διμερούς συνεργασίας, ενώ το Σεπτέμβριο του 2018 έλαβε χώρα αποστολή της Ρωσικής Ένωσης Βιοµηχάνων και Επιχειρηματιών στην Ελλάδα.
Το πολιτικό υπόβαθρο των διμερών σχέσεων
Οι σταθεροί δεσμοί φιλίας των δύο χωρών δεν οφείλονται μόνον στην αμοιβαία συμπάθεια των λαών μας και στις κοινές πολιτιστικές και θρησκευτικές αναφορές, αλλά επίσης σε αυθεντική σύμπτωση αντιλήψεων ως προς τις διμερείς σχέσεις και σε σημαντική σύγκλιση ως προς τις διεθνείς. Στον πολυκεντρικό σύγχρονο κόσμο και οι δύο χώρες δίνουν έμφαση στην ανάγκη να διατηρηθεί ενεργό το σύστημα διεθνών σχέσεων του ΟΗΕ, απέναντι σε αντίθετες τάσεις μονομερών ενεργειών, αποχώρησης από θεσμούς πολυμερούς διπλωματίας και αμφισβήτησης διεθνών συμβάσεων.
Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδιώκει όμως διαχρονικά να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα σε αυτή και στη Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό πάγια οι ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούν την τελευταία αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Τις θέσεις αυτές προώθησε η Αθήνα με την «Διαδικασία της Κέρκυρας» για μία νέα Αρχιτεκτονική Ασφάλειας στην Ευρώπη, κατά την ελληνική προεδρία του ΟΑΣΕ το 2009. Στο ίδιο πλαίσιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών του Ιανουαρίου του 2015, η νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε η έμφαση στις σχέσεις ΕΕ και Ρωσίας να δοθεί στο διάλογο και όχι στις κυρώσεις. Για τους ίδιους λόγους η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες της ΕΕ που διαφοροποιήθηκαν ως προς τις κυρώσεις για την υπόθεση Σκριπάλ, ενώ υποστήριξε ενεργά στο Συμβούλιο της Ευρώπης την επιστροφή της Ρωσίας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Οργανισμού (2019-2020).
Στο ίδιο κλίμα προώθησης αμοιβαίου κλίματος κατανόησης και συνεργασίας, υπήρξα ο πρώτος Υπουργός κράτους μέλους της ΕΕ που υπέγραψε μνημόνιο οικονομικής συνεργασίας με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Μάρτιος 2017), παράδειγμα που στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες χώρες. Σε συνέχεια αυτής της σημαντικής συμφωνίας οργανώθηκε και το πρώτο Ελληνο-Ευρασιατικό Οικονομικό Φόρουμ, στη Θεσσαλονίκη, το Σεπτέμβριο του 2017, στο πλαίσιο της 82ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Σε σχετική δήλωση μου, μετά τη συνάντηση με τον ομόλογο μου ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ στην Αγία Πετρούπολη, τον Ιούνιο του 2019, είχα τονίσει:
«Η χώρα μας παραδοσιακά ακολουθεί μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο. Είμαστε πρωτοπόροι στο πεδίο της υπογραφής Μνημονίου Συνεργασίας με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, όπως ήμασταν πρωτοπόροι και στην υπογραφή του πρώτου Πρωτοκόλλου Συνεργασίας μίας δυτικής χώρας με την Κίνα, στο πλαίσιο του «Δρόμου του Μεταξιού», One Belt–One Road. Και το θετικό των πρωτοβουλιών μας αυτών προκύπτει από το γεγονός ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις μας ακολούθησαν και άλλες χώρες της ΕΕ. Φάνηκε ότι η πρωτοβουλία μας αυτή όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με τα γενικότερα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συμβάλλει στο ρόλο της γέφυρας που επιδιώκουμε να διαδραματίσουμε, του να είμαστε, δηλαδή, ένας θετικός διαμεσολαβητικός παράγοντας που θα φέρει το κοινό μας πολιτικό σπίτι, που είναι η Ευρώπη, εγγύτερα σε άλλους μεγάλους πολιτικούς και οικονομικούς παίκτες, όπως η Ρωσία».
Αντίστοιχα, οι θέσεις της Ρωσίας σε κρίσιμα για την Ελλάδα εθνικά θέματα, όπως είναι το Κυπριακό και η εφαρμογή του δίκαιου της θάλασσας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, βρίσκονται πολύ κοντά στις ελληνικές και τις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως προς το Κυπριακό, η Μόσχα υποστηρίζει σταθερά τις προσπάθειες επίλυσης του στη βάση των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και είναι παγίως υπέρ μίας βιώσιμης λύσης διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με κατάργηση του νεοαποικιακού συστήματος των «Εγγυήσεων». Σε κοινή συνέντευξη με τον Κύπριο ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδη ο Σ. Λαβρόφ προέβη τον Απρίλιο του 2018 στην εξής δήλωση: “Το σύστημα των Εγγυήσεων είναι αναχρονιστικό και δεν συνάδει με τον σύγχρονο κόσμο. Η πιο αποτελεσματική διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου μπορεί να προέλθει από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ“.
Επίσης, στο ιδιαίτερα για εμάς σημαντικό θέμα της εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας παγίως, αλλά και με πρόσφατες δηλώσεις εκπροσώπων της, η Ρωσία έχει πάρει σαφή θέση υπέρ της διεθνούς νομιμότητας. Σχετικές είναι οι δηλώσεις τόσο του Ρώσου Πρέσβη στην Αθήνα Α. Μασλόφ, ο οποίος χαρακτήρισε αυτονόητη την ύπαρξη αιγιαλίτιδας ζώνης, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ των νησιών και παρέπεμψε στη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, τονίζοντας την ανάγκη αυστηρής τήρησης του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της εκπροσώπου του Ρωσικού ΥΠΕΞ Ε. Ζαχάροβα, στο πλαίσιο της τακτικής ενημέρωσης της προς τον Τύπο (2.9.2020). Στην επίσκεψη του Οκτωβρίου 2020 και ο Σ. Λαβρόφ έλαβε σαφή θέση και ως προς το κυριαρχικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μιλια, διαμηνύοντας ότι η θέση της Ρωσίας, βασίζεται στη Διεθνή αυτή Σύμβαση, η οποία αναγνωρίζει στο άρθρο 3 της Σύμβασης το εν λόγω δικαίωμα.
Σύντομα θα γιορτάσουμε τις δύο εκατονταετίες διπλωματικών σχέσεων των κρατών μας. Η στενή εταιρική σχέση των δύο χωρών, βασισμένη στην πατροπαράδοτη φιλία των λαών μας, αλλά και στις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού και του συνυπολογισμού των συμφερόντων, θα προσδιορίζει το μέλλον των διμερών σχέσεων και την επόμενη εκατονταετία».