Τη στάση του Νίκου Δένδια στην Άγκυρα επικρότησε ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Με τοποθετήσεις του σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών σχολίασε την τακτική που ακολούθησε ο διάδοχός του στη συνέντευξη Τύπου με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αλλά υπογράμμισε την έλλειψη ξεκάθαρης διπλωματικής στρατηγικής από την πλευρά της κυβέρνησης. Ο Γιώργος Κατρούγκαλος εκτίμησε καταρχάς ότι ο Νίκος Δένδιας «διατύπωσε ορθά και ως όφειλε τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση απέκτησε ξαφνικά τη στρατηγική, την οποία στερείται όλο το προηγούμενο διάστημα. Είναι αναγκαίο να έχουμε εμείς την πρωτοβουλία των κινήσεων, όχι να απαντάμε απλώς στις τουρκικές θέσεις και προκλήσεις».
Στη συνέχεια, ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «η Άγκυρα έχει μια σταθερή αναθεωρητική στρατηγική, την οποία υπηρέτησε το τελευταίο δεκαοκτάμηνο με μία ιδιαίτερα επιθετική τακτική, συνεχών προκλήσεων στο πεδίο και εμπρηστικών δηλώσεων. Το τελευταίο διάστημα επιχειρεί παράλληλα μια επίθεση γοητείας για τα μάτια Αμερικανών και Ευρωπαίων, εμφανιζόμενη όψιμα ως οπαδός του διαλόγου. Αντίθετα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στερείται παρόμοιας στρατηγικής. Η αποτυχία του Κ. Μητσοτάκη εκτείνεται, δυστυχώς, και στα τρία κρίσιμα μέτωπα των ελληνοτουρκικών. Απέτυχε το καλοκαίρι στο μέτωπο της πρόληψης και αποτροπής, αδυνατώντας να σταματήσει την πρωτοφανή αμφισβήτηση επί μήνες των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από το Oruc Reis. Απέτυχε να εξασφαλίσει έγκαιρα, δηλαδή πριν από την έναρξη των διερευνητικών, ένα πλαίσιο θετικής ατζέντας και κυρώσεων που θα πίεζε την Τουρκία να συζητήσει έντιμα, χωρίς προκλήσεις και με πλαίσιο το διεθνές δίκαιο, την διαφορά μας. Απουσιάζει όμως και από την διαμόρφωση της θετικής ατζέντας, ακόμη και σε τομείς, όπως το προσφυγικό/μεταναστευτικό όπου έχουμε άμεσα και καίρια συμφέροντα. Απουσίασε την κρίσιμη περίοδο Απριλίου-Ιουνίου 2020 που άρχισε ο ευρωτουρκικός διάλογος και τώρα στέλνει μηνύματα στην Τουρκία μόνο μέσω ευρωπαίων εταίρων και θεσμών, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο. Το κενό αυτό στρατηγικής επιτρέπει στην Τουρκία να ορίζει τις διμερείς σχέσεις στη βάση της δικής της ατζέντας».
Αντίθετα, όπως υποστήριξε ο πρώην υπουργός, «κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε στρατηγική και σχεδιασμός, οι δίαυλοι επικοινωνίας ήταν ανοικτοί και τα μεγάλα θέματα, όπως το Κυπριακό, συζητούνταν με την προοπτική επίλυσης τους, όχι απλώς της μετάθεσης τους στο μέλλον».
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είπε επίσης ότι διακρίνει ένα άγχος από τη διαρροή του Μαξίμου την Πέμπτη το βράδυ ότι η στάση του Νίκου Δένδια έγινε «κατ’ εντολή» του πρωθυπουργού.
«Δεν είναι αυτονόητο ότι ένας υπουργός λειτουργεί πάντα στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής, όπως την ορίζει ο πρωθυπουργός; Όταν δηλώνεται με έντονο τρόπο το αυτονόητο δημιουργείται εύλογα η υπέρ του αντιθέτου υποψία», σχολίασε δηκτικά.
Παρατήρησε στη συνέχεια ότι και στο παρελθόν υπήρξαν «διαφορετικές αποχρώσεις σε όσα λέει ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών» και έδωσε συγκεκριμένα παραδείγματα. Όπως, για τη διαπραγμάτευση με την Άγκυρα ότι ο πρωθυπουργός κάνει λόγο για «θαλάσσιες ζώνες» ενώ ο ΥΠΕΞ για «θαλάσσιες οικονομικές ζώνες, δηλαδή αποκλειστικά για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα». Και επίσης «όταν υπήρχαν οι συνεχείς προσβολές των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας από το ORUC REIS, το ΥΠΕΞ, σημείωνε ότι γινόταν παραβίαση της υφαλοκρηπίδας ενώ ο πρωθυπουργός μιλούσε για παραβίαση του διεθνούς δικαίου σε μη οριοθετημένη θαλάσσιας περιοχή».
Επιπλέον, ο τομεάρχης Εξωτερικών, θύμισε ότι σε δέκα μέρες ξεκινάει η νέα διαπραγμάτευση για το Κυπριακό και δεν είναι γνωστό τι θα επιδιώξει η κυβέρνηση, ενώ ο κ. Μητσοτάκης είναι ο μόνος Έλληνας Πρωθυπουργός που δεν περιέλαβε το Κυπριακό στις προτεραιότητες της Ελληνικής Διπλωματίας κατά την ετήσια ομιλία του στον ΟΗΕ. «Δεν ξέρουμε με ποιο σχεδιασμό (αν έχει κάποιο) θα προσέλθει στις συνομιλίες της Γενεύης. Αντιθέτως, θύμισε, ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε έγκαιρα ενημερώσει το 2017 τους πολιτικούς αρχηγούς, πριν την διαπραγμάτευση της Γενεύης και του Κραν Μοντανά για την στρατηγική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να αναδείξει τα θέματα ασφαλείας σε προτεραιότητα της ελληνικής διπλωματίας», είπε χαρακτηριστικά.