Τους λόγους, για τους οποίους διαφωνεί με την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία εξέφρασε ο Γιώργος Κατρούγκαλος μέσω συνέντευξής του στη Realnews. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε ότι η Ελλάδα πρέπει να ‘χει φωνή υπέρ της ειρήνης και του διεθνούς δικαίου.
Όλη η συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου.
«Οι δυτικοί κλιμακώνουν τα οικονομικά αντίμετρα στη Ρωσία και αυτοί από τη μεριά τους απαντούν με πυρηνικές απειλές. Υπάρχει ενδεχόμενο γενικευμένης ανάφλεξης;
Κανείς δεν επιθυμεί γενίκευση της πολεμικής σύγκρουσης. Ούτε η Δύση, που ρητά έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο άμεσης εμπλοκής με στρατιωτικές δυνάμεις στο πεδίο, ούτε η Ρωσία, που γνωρίζει ότι δεν έχει καμία πιθανότητα επικράτησης σε παρόμοια περίπτωση. Για το λόγο αυτό, οι αναφορές Ρώσων αξιωματούχων στο πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας, αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, απλώς επίδειξη ισχύος με κύριο παραλήπτη το εσωτερικό ακροατήριο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι επικίνδυνες, όπως και οποιαδήποτε ανάλογη δήλωση που ενισχύει την όξυνση.
Πολλές χώρες της ΕΕ απέστειλαν πολεμικό υλικό στους Ουκρανούς. Γιατί διαφωνείτε με την αντίστοιχη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης;
Αφενός γιατί ανατρέπει πάγιο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής μας, χωρίς μάλιστα καμία διαβούλευση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αφετέρου, και κυρίως, γιατί αποτελεί τη λανθασμένη απόφαση τόσο ως προς το ουκρανικό καθεαυτό όσο και για την επόμενη μέρα. Μπορούμε να στηρίξουμε τον ουκρανικό λαό με πολλούς τρόπους. Πρέπει να στηρίξουμε αυστηρές και στοχευμένες κυρώσεις, πρέπει να στηρίξουμε την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας. Αλλά όχι την αποστολή στρατιωτικού υλικού και μάλιστα θανατηφόρου στην Ουκρανία- κίνηση δηλαδή που μας εμπλέκει άμεσα στον πόλεμο και στην κλιμάκωσή του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά μέσα, θα πρέπει να συμβάλλει ενεργά στην αποκλιμάκωση της έντασης. Και για την επόμενη ημέρα όμως αποτελεί τη λάθος απάντηση. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί δύναμη ειρήνης, σταθερότητας και ήπιας ισχύος και να ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, γνωρίζοντας ότι τα συμφέροντά της, ιδίως σε σχέση με την Τουρκία, δεν καλύπτονται και δεν θα καλυφθούν ποτέ από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Να αποτελεί φωνή που στηρίζει την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο – μαζί- στην παγκόσμια σκηνή.
Μια σειρά από χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας αν κρίνω από τις δηλώσεις και τα tweet του κυρίου Μητσοτάκη, τάσσονται υπέρ της άμεσης ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ. Συμφωνείτε;
Ως συμβολική κίνηση υποστήριξης της χώρας, συμφωνώ. Βεβαίως, μια τέτοια απόφαση θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στα Βαλκάνια. Το σημαντικό όμως με τους ευρωατλαντικούς οργανισμούς στην περιοχή αυτή είναι να είμαστε προσεκτικοί. Στο παρελθόν χάσαμε μια πολύ σημαντική ευκαιρία να χτίσουμε μια νέα αρχιτεκτονική αδιαίρετης ασφάλειας στην Ευρώπη, που θα παρείχε εγγυήσεις ασφαλείας σε όλους, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης. Όπως έχει δείξει ο Κίσινγκερ, σε ένα πολύ γνωστό του άρθρο του 2014, αλλά και ο Μπρεζίνσκι, σε ένα παρόμοιο σύστημα ασφαλείας θα είχε περισσότερο νόημα μία κυρίαρχη και ουδέτερη Ουκρανία από την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, επιλογή προς την οποία ωθούσαν ορισμένα κράτη, χωρίς, όπως αποδείχθηκε, να μπορούν έμπρακτα να την υποστηρίξουν.
Είδαμε την πρωτόγνωρη αύξηση πολεμικών δαπανών από τη Γερμανία. Βλέπετε πιθανόν, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, να μπούμε σε τροχιά δημιουργίας ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής;
Μια αυτόνομη στρατηγικά Ευρώπη στον τομέα τόσο της εξωτερικής πολιτικής, όσο και στην άμυνα, θα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει κανείς ως έκβαση από την κρίση. Για ποια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα όμως μιλάμε; Απλώς για ένα “καθρέφτη” και συνέχεια του ΝΑΤΟ; Και, πιο γενικότερα, ποια από τις δύο αλληλοαποκλειόμενες προτάσεις θα επικρατήσει, η γαλλική για την “ευρωπαϊκή κυριαρχία”, ή οι αντίθετες φιλοατλαντικές Πολωνίας και βαλτικών χωρών; Εάν συμβεί το δεύτερο, το πιθανότερο είναι ότι το μέλλον κρύβει μια επανάληψη του ψυχρού πολέμου, με προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας και δραματική ένταση των διεθνών ανταγωνισμών.
Στο πρώτο, “καλό” σενάριο, όπου η Ευρώπη αποκτά, επιτέλους, status μεγάλης δύναμης, με χαρακτηριστικά στρατηγικής αυτονομίας, η προστιθέμενη αξία της χώρας μας είναι αυτή που πάντα διεκδικούσε – της γέφυρας ανάμεσα στο πολιτικό, ευρωπαϊκό μας σπίτι και άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία, ο Αραβικός κόσμος. Η αντίθετη ψυχροπολεμική λογική, του προκεχωρημένου φυλακίου, την οποία υιοθετεί ο Κ. Μητσοτάκης, όπως και αυτή του “σιδηρού παραπετάσματος”, που ακούστηκε από τον Εισηγητή της ΝΔ σε πρόσφατη κύρωση άσχετων συμβάσεων στη Βουλή, δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στο ψυχροπολεμικό παρελθόν αλλά κυρίως τη λάθος απάντηση, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.
Θεωρείτε ότι το ουκρανικό θα επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Έμμεσα ενδεχομένως, στο πλαίσιο της αποδυνάμωσης αναθεωρητικών πολιτικών. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ισχύει το κυβερνητικό επιχείρημα ότι με την αποστολή πολεμικού υλικού η χώρα μας θα εξασφαλίσει μελλοντική ανάλογη υποστήριξη απέναντι στην Τουρκία. Η Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε επαμφοτερίζουσα στάση στο Ουκρανικό, χωρίς να υποστεί συνέπειες: όχι μόνον άργησε να κλείσει τα Στενά, όπως προβλέπει σε περίπτωση πολέμου η Συνθήκη του Μοντρέ, αλλά και δεν υπερψήφισε την απόφαση αναστολής συμμετοχής της Ρωσίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Από την αποστολή πολεμικού υλικού η Ελλάδα μπορεί, ίσως, να δεχθεί εύσημα από τις ΗΠΑ και να ευνοηθεί σε άλλους τομείς διμερούς συνεργασίας, αλλά όχι σε σχέση με την Τουρκία και την επιθετικότητα της, καθώς η γείτονας γίνεται ακόμα πιο σημαντική για τις ΗΠΑ μετά την ουκρανική κρίση. Το σημαντικό πάντως είναι η κρίση να αποτελέσει ευκαιρία για συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν με σκοπό την έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου με σκοπό την ύφεση, όπως είχε προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας ήδη στη συζήτηση για τους εξοπλισμούς. Σε μια τέτοια περίοδο ειδικά πρέπει να γίνει το παν και να ασκηθούν όλες οι πιέσεις στην Τουρκία για μείωση της έντασης.
Έχετε εκτίμηση για τις οικονομικές συνέπειες στη χώρα μας;
Θα είναι οπωσδήποτε σημαντικές, ιδίως γιατί θα προστεθούν στις επιλογές Μητσοτάκη να μην στηρίξει το εισόδημα των εργαζομένων ούτε με αύξηση του κατώτατου μισθού, ούτε με έλεγχο των καρτέλ στην αγορά, ούτε με αποφασιστικά μέτρα ελέγχου των τιμών του ρεύματος και των καυσίμων, όπως ο περιορισμός του ειδικού φόρου σε αυτά.
Πιστεύετε ότι το ουκρανικό μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας;
Αυτοτελώς ίσως όχι, σε συνδυασμό όμως με τις πολλαπλές αποτυχίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, από το μέτωπο της πανδημίας έως την ακρίβεια, σίγουρα ναι. Όλο και περισσότεροι Έλληνες καταλαβαίνουν ότι η παραμονή της κυβέρνησης της δεξιάς στην εξουσία βλάπτει τα συμφέροντα του λαού μας και της πατρίδας μας και ότι είναι πια αδήριτη αναγκαιότητα μια νέα προοδευτική, δημοκρατική κυβέρνηση».