Την ανάγκη να αναλάβει η Ελλάδα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον καθορισμό της διπλωματικής ατζέντας στην Ανατολική Μεσόγειο υπογράμμισε ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αυγή», ο τομεάρχης Εξωτερικών αναφέρθηκε στα λάθη που έχουν γίνει από την κυβέρνηση, αλλά και στο επικείμενο ταξίδι του Νίκου Δένδια στην Τουρκία.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου.
«Στις 14 Απριλίου ο Δένδιας θα πάει στην Άγκυρα για συνάντηση με τον Τσαβούσογλου, “εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες”, όπως επαναλαμβάνουν από το υπουργείο Εξωτερικών. Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι συνθήκες που δεν θα το επιτρέψουν;
Οι Υπουργοί Εξωτερικών πρέπει να συναντώνται και να συνομιλούν. Ο διάλογος, βέβαια, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται προσχηματικά από την τουρκική πλευρά για να συγκαλύψει την επιθετική και προκλητική στρατηγική της. Το ζήτημα όμως δεν είναι τι κάνει η Τουρκία, αλλά τι κάνουμε εμείς. Συνεπώς, και το ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να δει τον Τούρκο ΥΠΕΞ ο κ. Δένδιας αλλά τι θα του πει εάν τον δει. Και δεν εννοώ την επανάληψη των παγίων θέσεων της χώρας. Εντάσσεται η επίσκεψη σε συγκεκριμένο σχεδιασμό με αρχή μέση και τέλος για την προώθηση της πολιτικής μας; Πώς θα πιέσει την Άγκυρα ο Υπουργός στην κατεύθυνση μιας λύσης στη βάση των Αποφάσεων ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρρες; Τι θα πει για τα επόμενα βήματα στις διερευνητικές; Επιδιώκουμε ή όχι πρόοδο και πώς; Θα στηρίξει νέο γύρο διαλόγου ΜΟΕ για μείωση της έντασης στο Αιγαίο; Θα φανεί η πρόθεση της Ελλάδας να πρωτοστατήσει στον ευρωτουρκικό διάλογο; Δυστυχώς η ΝΔ, εγκλωβισμένη στο “βλέποντας και κάνοντας” και στις εσωκομματικές ισορροπίες δεν έχει σχέδιο σε αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν θα έπρεπε να γίνονται αυτές οι συναντήσεις, όσο προβληματικές κι αν είναι οι συνθήκες;
Εννοείται, αλλά όχι να γίνονται για να γίνονται, ούτε με αποκλειστικό στόχο την εκτόνωση της έντασης. Πρέπει να γίνονται προετοιμασμένα και με συγκεκριμένη στοχοθεσία για να παράγουν αποτελέσματα.
Για ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού Τύπου η αποτίμηση της συνάντησης φον ντερ Λάιεν- Μισέλ- Ερντογάν ήταν πολύ αρνητική για την Ευρώπη. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Η επίσκεψη χρωματίσθηκε συμβολικά από την υποτιμητική μεταχείριση της Προέδρου της Επιτροπής, αλλά από την αρχή είχε πολύ περιορισμένα περιθώρια επιτυχίας. Οι εκπρόσωποι της ΕΕ είχαν να συζητήσουν μια ιδιαίτερα πληθωρική θετική ατζέντα, θέτοντας στον Πρόεδρο Ερντογάν πολύ θεωρητικές και αφηρημένες προϋποθέσεις για την υλοποίηση της, τόσο σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις της απέναντι στη χώρα μας όσο και στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τι δεν πάει καλά στον ευρωτουρκικό διάλογο; Και τι θα έπρεπε να κάνει η Αθήνα, από τη δική της πλευρά;
Σειρά ισχυρών χωρών της ΕΕ έχουν δείξει ότι δεν θέλουν να σπαταλήσουν πολιτικό κεφάλαιο ούτε για να διαπραγματευτούν πραγματικά μια θετική ατζέντα με την Τουρκία ούτε για να την απειλήσουν με διπλωματικά εργαλεία ούτε για ένα συνδυασμό των δύο. Αυτή είναι η χειρότερη δυνατή εξέλιξη για εμάς. Σε αυτό το πλαίσιο αντί να είναι ακόμα πιο ενεργή και δυναμική, η κυβέρνηση κινείται χωρίς χάρτη και χωρίς πυξίδα, αμυντικά και αντανακλαστικά στις κινήσεις της άλλης πλευράς, αφήνοντας της πλήρως την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η αποτυχία του Κ. Μητσοτάκη εκτείνεται, δυστυχώς, και στα τρία κρίσιμα μέτωπα των ελληνοτουρκικών. Απέτυχε το καλοκαίρι στο μέτωπο της πρόληψης και αποτροπής, αδυνατώντας να σταματήσει την πρωτοφανή αμφισβήτηση επί μήνες των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από το Ορούτς Ρέις. Απέτυχε να εξασφαλίσει έγκαιρα, δηλαδή πριν από την έναρξη των διερευνητικών, ένα πλαίσιο θετικής ατζέντας και κυρώσεων που θα πίεζε την Τουρκία να συζητήσει έντιμα, χωρίς προκλήσεις και με πλαίσιο το διεθνές δίκαιο, την διαφορά μας. Απουσιάζει όμως και από την διαμόρφωση της θετικής ατζέντας, ακόμη και σε τομείς, όπως το προσφυγικό/μεταναστευτικό όπου έχουμε άμεσα και καίρια συμφέροντα. Απουσίασε την κρίσιμη περίοδο Απριλίου-Ιουνίου 2020 που άρχισε ο ευρωτουρκικός διάλογος και τώρα στέλνει μηνύματα στην Τουρκία μόνο μέσω ευρωπαίων εταίρων και θεσμών, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Θα θέλατε να αποτολμήσετε μια εκτίμηση για το πόσο ανοιχτός επί της ουσίας είναι ο Ερντογάν σε έναν διάλογο με την Ελλάδα;
Η Τουρκία, γενικότερα, αλλά και ο Πρόεδρος Ερντογάν πιο ειδικά, έχουν σαφή στρατηγικό σχεδιασμό. Η πάγια αναθεωρητική στρατηγική συνδυάζεται πλέον με την προσπάθειά της Τουρκίας να καταστεί μεσογειακή, ναυτική δύναμη, διεκδικώντας όχι απλώς πρωταγωνιστική παρουσία σε όλα τα ανοικτά μέτωπα (στη Λιβύη, στη Συρία, στο Ιράκ, στον Καύκασο) αλλά και την ηγεσία του παγκόσμιου ισλαμιστικού κινήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο διάλογος μαζί της είναι αδύνατος, γιατί ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει αίσθηση των διεθνών συσχετισμών. Όταν και η δική μας πλευρά είχε έναν δικό της σχεδιασμό για την προώθηση των πάγιων εθνικών θέσεων, όπως συνέβη την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις δυσκολίες και οι δίαυλοι επικοινωνίας ήταν ανοικτοί και τα μεγάλα θέματα, όπως το Κυπριακό, συζητούνταν με την προοπτική επίλυσης τους, όχι απλώς της μετάθεσης τους στο μέλλον.
Εκτιμάτε ότι κέρδισε κάτι η Ελλάδα από το ταξίδι Μητσοτάκη στην Τρίπολη; Ήταν σωστή η επιλογή να πάει τώρα, ανεξαρτήτως άμεσου αποτελέσματος;
Το ίδιο κενό στρατηγικής στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως ανέδειξε και η κυβερνητική στάση στο θέμα της Λιβύης. Θυμίζω τη σειρά των γεγονότων: Η Ελλάδα έλαβε στις 8 Αυγούστου 2019 ρηματική διακοίνωση από την Λιβύη αναδεικνύοντας το ζήτημα της ΑΟΖ. Μετά ακολούθησε συνάντηση Δένδια στον ΟΗΕ με τον Λίβυο ομόλογό του τον Σεπτέμβριο, χωρίς να είναι σαφές τι επιδιώκουμε. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε πλήρως από την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου π το Νοέμβριο. Αντέδρασε αρχικά με την απέλαση του Λίβυου Πρέσβη (νυν μεταβατικού Προέδρου) και στη συνέχεια με την ολόπλευρη επένδυση στην επικράτηση του Στρατάρχη Χαφτάρ. Κατά την διάρκεια όλου αυτού του διαστήματος, παρά τις κυβερνητικές τυμπανοκρουσίες για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, η χώρα μας δεν προσκλήθηκε καν στη Διαδικασία του Βερολίνου, όπου, αντιθέτως, συμμετέχει η Τουρκία.
Ως προς την επίσκεψη, η κυβέρνηση αποδέχθηκε, ορθά, την πρόσκληση του Λίβυου Πρωθυπουργού, αλλά χωρίς προετοιμασία και σχεδιασμό, όπως όλος ο χειρισμός της στο Λιβυκό. Αποκατέστησε τις διμερείς σχέσεις, αλλά με ποιούς όρους;
Όχι μόνο δεν άλλαξε η θέση του Λίβυου Πρωθυπουργού για το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, το οποίο έχει χαρακτηρίσει μία «πολύ καλή συμφωνία», αλλά οι απορίες είναι μεγάλες ως προς τα επόμενα βήματα. Πχ με ποιους όρους θα συμμετάσχουμε σε τεχνικές επιτροπές για την οριοθέτηση ΑΟΖ; Η αποκατάσταση των σχέσεων θα μας εξασφαλίσει θέση στον επόμενο γύρο συνομιλιών ειρήνης στη Λιβύη; Και, εν τέλει, σε ποια γενικότερη στρατηγική εντάσσονται οι επιλογές αυτές;»