Τα κυβερνητικά λάθη στη διαχείριση των σχέσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας υπογράμμισε ο Γιώργος Κατρούγκαλος σε συνέντευξή του. Με αφορμή την επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στη χώρα μας, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών άσκησε έντονη κριτική στη Νέα Δημοκρατία και προσωπικά στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου:
Τι αναμένετε από τη συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν;
Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει την ευνοϊκή συγκυρία και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η Άγκυρα «δίνει εξετάσεις» σε Αμερική και Ευρώπη, ώστε να ασκήσει πίεση για την αποδοχή λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Ο κ. Μητσοτάκης, αντιθέτως, ελλείψει ενεργητικής στρατηγικής και απροθυμίας να αναλάβει οποιοδήποτε πολιτικό ρίσκο απέναντι σε ισχυρές εσωκομματικές πιέσεις, θέτει χαμηλά τον πήχη, θεωρώντας ότι η συγκυρία πρέπει να αξιοποιηθεί όχι για έντιμη λύση ή για έναν ουσιαστικό διάλογο, αλλά αποκλειστικά για συζήτηση επί θεμάτων χαμηλής πολιτικής και δεν οδηγεί σε λύση αλλά μόνον στην εκτόνωση της έντασης. Πρόκειται για επικίνδυνη αυταπάτη. Ακόμη και εάν η Τουρκία για ένα διάστημα αποφύγει την εκ νέου κλιμάκωση της επιθετικής της συμπεριφοράς, ενόψει των «εξετάσεων» που δίνει σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς, σύντομα θα προσπαθήσει ξανά να επιβάλει τις θέσεις της μέσω απειλής επεισοδίων ή μέσω τρίτων στην Ουάσιγκτον τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο. Εάν, αντιθέτως, έχει δρομολογηθεί μια διαδικασία επίλυσης της διαφοράς για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες στο Δικαστήριο της Χάγης, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣη πρωτοβουλία των κινήσεων θα περάσει στην δική μας πλευρά.
Η συνάντηση θα γίνει στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, παράλληλα με τη συνάντηση Ερντογάν-Μπάιντεν, ενώ θα ακολουθήσει η συνάντηση Πούτιν-Μπάιντεν και η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ με θέμα και τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Εκτιμάτε πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας προσπάθειας διευθέτησης των θεμάτων στην περιοχή;
Είναι προφανές ότι αναδιατάσσονται οι διεθνείς σχέσεις στην περιοχή, ενόψει της ανάληψης πρωτοβουλιών από την αμερικανική προεδρία και αυτό ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την προώθηση των θέσεων μας. Θα πρέπει όμως να αξιολογήσουμε ρεαλιστικά την νέα αυτή κατάσταση και να μην θεωρούμε εκ των προτέρων δεδομένη την άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ στις θέσεις μας. Βασική και διαχρονική στόχευση της αμερικανικής πολιτικής είναι να κρατήσει την Άγκυρα στη Δύση, μακριά από την Ρωσία και να αξιοποιήσει την παρουσία της στην περιοχή. Εκεί θα εστιάσει και πολύ λιγότερο στα ελληνοτουρκικά. Συνδυάζει δε την πίεση με αντίθετες κινήσεις αναγνώρισης του ρόλου της Τουρκίας στην διεθνή σκηνή, εφόσον επανευθυγραμμιστεί με τα ατλαντικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, με επίνευση των ΗΠΑ έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στην Κωνσταντινούπολη η διεθνής διάσκεψη του ΟΗΕ για το Αφγανιστάν. Στην Τουρκία έχει ανατεθεί από τον Ιανουάριο η διοίκηση της Ομάδας Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ και πρόσφατα ορίσθηκε επικεφαλής της νατοϊκής αποστολής στο Αφγανιστάν Τούρκος στρατηγός. Οι συνομιλίες σε σχέση με τον τουρκικό ρόλο στη Λιβύη, τη Συρία και την Ουκρανία επίσης αναβαθμίζονται. Συνεπώς, η διπλωματία μας θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο, ακόμη και το όχι απίθανο της ομαλοποίησης των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης και όχι εκ των προτέρων «δεδομένης» εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή του κ. Μητσοτάκη.
Και τι περιμένετε σε σχέση με τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ;
Και πάλι αυτό που προβλέπω ότι θα συμβεί δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να γίνει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέτυχε στο παρελθόν να εξασφαλίσει ισχυρές και αποτελεσματικές κυρώσεις για την αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά και να συμμετέχει ουσιαστικά στην διαμόρφωση της ευρωτουρκικής ατζέντας. Η κριτική μας δεν είναι αφηρημένη και θεωρητική, ούτε γίνεται απλώς για λόγους αντιπολίτευσης. Είμαστε δύναμη πατριωτικής ευθύνης και κάθε πρόταση μας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής γίνεται για να προωθηθούν οι εθνικές θέσεις. Αυτό το νόημα έχει και η πρόσφατη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να συνδεθούν με συγκεκριμένο τρόπο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές προοπτικές της Τουρκίας. Εάν αυτή επιστρέψει στον δρόμο της επιθετικότητας και της έμπρακτης ή ρητορικής αμφισβήτησης του διεθνούς δικαίου, οι κυρώσεις είναι μονόδρομος. Εάν, αντιθέτως, επιλέξει το δρόμο της βελτίωσης των σχέσεων της με την ΕΕ, ζητώντας αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, η χώρα μας πρέπει να απαιτήσει η ενεργοποίηση όποιας τυχόν νέας συμφωνίας να έχει ως προϋπόθεση τη συμφωνία της Τουρκίας να παραπεμφθεί η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ στη Χάγη. Έχω χαρακτηρίσει την πρόταση αυτή ως «Ελσίνκι plus», ως ενεργητική δηλαδή διπλωματία κίνησης χωρίς την αναφορά σε «συνοριακές διαφορές», που περιείχαν τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι. Η Κυβέρνηση απέρριψε αυτήν την πρόταση ως “υπεραπλουστευτική” χωρίς να τη συζητήσει. Υπενθυμίζω όμως ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου αποφασίστηκε ότι αν η Τουρκία δείξει εποικοδομητική στάση, θα δοθεί εντολή για επίσημη έναρξη διαπραγματεύσεων για αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης. Αν υπάρξει τέτοια απόφαση η Ελλάδα θα την αποδεχθεί χωρίς ένα ευρύτερο πλαίσιο που οδηγεί στη Χάγη;
Η Τουρκία τι επιδιώκει με το θέμα της μειονότητας; Και εκτιμάτε πως θα έπρεπε το θέμα να θιγεί από τον Νίκο Δένδια στη συνέντευξη Τύπου των δύο Υπουργών;
Κάθε Τούρκος αξιωματούχος που επισκέπτεται τη Θράκη οφείλει να σέβεται τη Συνθήκη της Λωζάννης που υπέγραψε και η χώρα του και η οποία αναφέρεται ρητά σε μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, άλλωστε, κατά την επίσκεψή του στη Αθήνα τόνισε ότι «Στη Δυτική Θράκη υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα τουρκικής, πομακικής και ρομά προέλευσης.” Το ΥΠΕΞ ήταν σαφές σε αυτό το θέμα. Πέραν, όμως, του κοινού αυτού για όλες τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις τόπου, υπάρχουν πολλά βήματα και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στη Θράκη, για να ενισχυθεί και να παγιωθεί η ισονομία της μειονότητας και να διορθωθούν λάθη του παρελθόντος. Αυτή είναι και η καλύτερη προστασία απέναντι στην εργαλειοποίησή του θέματος από την Άγκυρα. Για το σκοπό αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Θράκη συγκεκριμένες προτάσεις. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Θράκη αφορούν υποχρεώσεις του Ελληνικού κράτους έναντι Ελλήνων πολιτών και όχι τον ελληνοτουρκικό διάλογο.