Η Τουρκία κλιμακώνει διαρκώς τις προκλήσεις της απέναντι στην Ελλάδα, ενώ πατάει πλέον και επίσημα πόδι στην Αλβανία. Με προφανή στόχο να ανοίξει και από τα Δυτικά την κουβέντα για τη χάραξη ΑΟΖ.
Η μάχη στη διπλωματική σκακιέρα έχει ανάψει για τα καλά! Τι κάνει η Ελλάδα απέναντι στις κινήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Πώς αντιδρούν η κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών; Μόνο με επισημάνσεις του στιλ ότι η Τουρκία επιχειρεί να στατιωτικοποιήσει τις όποιες διαφορές έχει με τη χώρα μας, όπως κατήγγειλε ο Νίκος Δένδιας; Ή με δηλώσεις του τύπου «δεν πρόκειται να ακολουθήσουν την Άγκυρα στον κατήφορο που έχει πάρει»;
Είναι απορίες που εκφράζονται από πολλούς. Γι’ αυτό αναζήτησα τις απαντήσεις από έναν μετρ της διπλωματίας. Από έναν έμπειρο πολιτικό που άφησε το δικό του στίγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας σε μία περίοδο που η Ελλάδα χάραξε πολιτική!
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο υπουργείο Εξωτερικών όταν η χώρα μας εγκατέλειψε την παθητική στάση και ανέπτυξε ενεργητική δραστηριότητα. Κάποια από τα οφέλη εκείνης της περιόδου άρχισαν ήδη να γίνονται αντιληπτά. Ζήτησα, λοιπόν, την άποψή του για όσα συμβαίνουν στα Βαλκάνια και για τις πιέσεις που δέχεται πλέον η Ελλάδα και από την Ανατολή και από τη Δύση.
– Τι κινδύνους κρύβει για την Ελλάδα η επικύρωση από το αλβανικό κοινοβούλιο της συμφωνίας μεταξύ Τιράνων και Άγκυρας;
«Η Τουρκία διαχρονικά προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση της στα Βαλκάνια, όχι μόνον στο πλαίσιο οικονομικής διείσδυσης, αλλά και στρατιωτικής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ναυτική βάση στο Δυρράχιο. Μία από τις σημαντικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ακριβώς η απόσπαση της Βόρειας Μακεδονίας από τη στρατηγική αυτή. Σήμερα, αντί για την τουρκική, είναι η ελληνική Πολεμική Αεροπορία που εξασφαλίζει, κατόπιν συμφωνίας με τη χώρα αυτή, την ασφάλεια του εναέριου χώρου της».
– Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα;
«Με το παράδειγμα των Πρεσπών, ενεργητική διπλωματία αλλά και υπενθύμιση των ευθυνών καλής γειτονίας κάθε χώρας που αποσκοπεί να γίνει μέλος της ΕΕ. Η ΝΔ δυστυχώς δεν έχει δώσει ανάλογα παραδείγματα ευθύνης, τόσο στο άμεσο όσο και στο απώτερο παρελθόν. Για παράδειγμα, ενώ η ιστορική ελληνική μειονότητά μας αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα τόσο ως προς τον αυτοπροσδιορισμό, όσο και την περιουσία της, ούτε όταν αποδεχθήκαμε την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ θέσαμε ως προϋπόθεση το σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών, ούτε πρόσφατα, ως προαπαιτούμενο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ».
– Η αυξανόμενη προκλητικότητα των Τούρκων μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο θερμό επεισόδιο;
«Η αναθεωρητική και επιθετική στρατηγική της Άγκυρας είναι δεδομένη και κλιμακώνεται. Έχουμε ρεκόρ υπερπτήσεων, μέχρι και πάνω από τον Έβρο, τη Λέσβο, τη Λήμνο και τη Ρόδο, ενώ ηρτημένη είναι η απειλή για παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα της Κρήτης. Το θέμα είναι πώς θα αντιδράσουμε εμείς».
– Ασκείται έμμεση κριτική στην κυβέρνηση ότι κρατάει παθητική στάση απέναντι στην Τουρκία. Συμφωνείτε;
«Η κριτική μας είναι άμεση και σαφής. Υποστηρίζουμε ότι δεν πρέπει να τρέχουμε αμυντικά πίσω από τις κινήσεις της Άγκυρας αλλά να πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία. Να μετατρέψουμε τις απειλές της από διμερή σε ευρωτουρκική διαφορά, αξιοποιώντας τη σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, αν συνεχίσει τις παράνομες ενέργειες της. Αυτή η απόφαση λήφθηκε την τελευταία φορά που την πατρίδα μας εκπροσώπησε ο Α. Τσίπρας και δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί επαρκώς από την κυβέρνηση της ΝΔ. Και είναι προφανές ότι το μήνυμα για τυχόν παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην Κρήτη θα πρέπει να είναι: “ούτε να το διανοηθείτε”».
– Αυξάνονται το τελευταίο διάστημα οι καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης. Τι συνέβη και ανεβάσατε τους τόνους της αντιπολίτευσης;
«Εμείς είμαστε υπεύθυνη και πατριωτική δύναμη. Δεν δημαγωγούμε, όπως δημαγώγησε πολλές φορές η ΝΔ ως αντιπολίτευση, ειδικά στα εθνικά. Στηρίξαμε συνεπώς τις προσπάθειες εξόδου από την υγειονομική κρίση, γιατί αυτό υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον. Αυτό δεν σημαίνει όμως αντιπολιτευτική αφωνία. Από την πρώτη στιγμή θεωρήσαμε, και το αποδείξαμε με επιχειρήματα και αντιπροτάσεις, ότι τα μέτρα της κυβέρνησης για την οικονομία είναι ανεπαρκή, για δε την εργασία διαλυτικά για τα δικαιώματα και την εργασιακή ασφάλεια. Η κριτική μας αυτή, ακριβώς επειδή είναι βάσιμη, γίνεται αποδεκτή από την πλειονότητα της κοινής γνώμης, όπως δείχνουν και οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις, σε αντίθεση με τα υγειονομικά μέτρα που έχουν ευρύτατη στήριξη».
– Υπάρχουν στην Ελλάδα παραστρατιωτικές ομάδες όπως κατήγγειλε ο Γιάννης Ραγκούσης;
«Να συμφωνήσουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν; Είναι μια από τις παραδόσεις της, της “καρφίτσας” και της ΕΚΟΦ που πρέπει η Δεξιά να ξεχάσει. Δυστυχώς έχουμε δει σε δράση παραστρατιωτικές ομάδες και επί των ημερών μας. Σας θυμίζω ότι συνάδελφος σας δημοσιογράφος κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα μιας από αυτές, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ του στον Έβρο, λίγο καιρό πριν».