Με την απολογία του πρώτου κατηγορούμενου συνεχίστηκε σήμερα, ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας η δίκη για την υπόθεση της δολοφονίας της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, στη Ρόδο.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, περιέγραψε με λεπτομέρειες στιγμές από το μοιραίο βράδυ, ρίχνοντας όλο το βάρος στον συγκατηγορούμενό του ενώ μεταξ΄ύ άλλων ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και λάμβανε αγωγή πριν το φόνο.
Τι ισχυρίστηκε
Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε ο Ροδίτης, ο συγκατηγορούμενός του άρχισε να χτυπά την Ελένη και μετά από όσα έγιναν στο εξοχικό της οικογένειας που την είχαν οδηγήσει οι δύο άνδρες, εκείνος την πέταξε στη θάλασσα.
«Εγώ δεν βοήθησα. Μετά κάθε ημέρα μου έλεγε να πούμε ψέματα, ότι την αφήσαμε στη περιοχή και κάποιοι άλλοι τη σκοτώσανε. Δεν τη βίασα, δεν τη σκότωσα, δεν της έκανα τίποτα» ισχυρίστηκε.
«Η Ελένη, κατά τον κατηγορούμενο, είπε την τελευταία της κουβέντα πριν μπούμε στην κλούβα. Είπε: «θα δείτε αν τα μάθει ο πατέρας μου».
Στο σημείο αυτό ακούστηκε η φωνή του του πατέρα του θύματος, ο οποίος φώναξε απευθυνόμενος στους κατηγορούμενους «Αλήτες».
Ο διάλογος
«Οδηγούσε ο Αλέξανδρος, πήγαμε πρώτα στο σουβλατζίδικο, πήγαμε μετά στο σπίτι μου. Βάλαμε 2 – 3 ποτά. Ο Αλέξανδρος δεν ήπιε. Μόνο εγώ και η Ελένη ήπιαμε. Πρέπει ο Αλέξανδρος να μου έριξε κάτι στο ποτό. Ο Αλέξανδρος με την Ελένη έκαναν σεξ. Μπήκα μετά εγώ. Το έπαιζε λίγο δύσκολη, άλλα ήθελε να γίνουν όλα αυτά. Ήθελε να κάνουμε σεξ και οι τρεις μαζί» υποστήριξε ο Ροδίτης κατηγορούμενος. Αφορμή, όπως είπε λίγο αργότερα, για το βίαιο ξέσπασμα σε βάρος της Ελένης, ήταν η φράση της προς τον Αλβανό φίλο της: «Ο Μανώλης είναι πιο άντρας πιο εσένα». Κατά τον κατηγορούμενο, ο συγκατηγορούμενός του «άρχισε να τη χτυπάει με το σίδερο στο κεφάλι», ενώ ο ίδιος τον παρακαλούσε να σταματήσει.
«Του έλεγα σταμάτα, μην το κάνεις αυτό. Είχα πιει και κάτι φάρμακα για να είμαι χαλαρός. Έπιασε το μαχαίρι και την κάρφωνε στο λαρύγγι και της έλεγε είσαι σκληρόπετση. Μετά την πέταξε μέσα στην μπανιέρα. Την έκανε κρύο μπάνιο, αφού της έβγαλε ότι ρούχα φόραγε. Μετά την σήκωσε, την κατέβασε από τις σκάλες μόνος του, δεν τον βοήθησα καθόλου. Στο μπάνιο την κοπανούσε στο νιπτήρα της έλεγε θα σου σπάσω το σβέρκο. Του είπα να την πάμε στο νοσοκομείο, κάποιο σφάλμα έγινε και την πήγε στα βράχια. Τη χτύπησε στα βράχια, την κατέβασε 100 μέτρα κάτω και της τράβηξε μια σπρωξιά και την πέταξε κάτω. Εγώ δεν βοήθησα. Μετά πήγε σπίτι καθάρισε το αίμα. Βοήθησα και εγώ στο καθάρισμα. Το σπίτι ήταν χάλια. Και μετά πήγαμε σπίτια μας»περιέγραψε για την μοιραία νύχτα.
Μάλιστα, όπως είπε, ο συγκατηγορούμενος του, του ζητούσε κάθε μετά να πουν ψέματα ότι την άφησαν σε άλλη περιοχή και κάποιοι άλλοι την σκότωσαν. «Δεν τη βίασα, δεν τη σκότωσα, δεν της έκανα τίποτα.
Έκανα χρήση ναρκωτικών από τα 14, πήγαινα στο ΚΕΘΕΑ μια έκοβα και μια ξεκινούσα. Με παρακολουθούσε και ψυχίατρος. Μου έδινε αντικαταθλιπτικά για να είμαι καλά, γιατί πριν δεν ήμουν καλά. Το διάστημα που συνάντησα την Ελένη ήμουν καλά. Την Ελένη τη γνώρισα στις 27 Νοεμβρίου (μια ημέρα πριν το φόνο της ). Εκείνη την ημέρα ήμασταν με το αμάξι του πατέρα μου. Ο Αλέξανδρος την ημέρα που γνώρισα την Ελένη μου είχε πει: «μόνο μη την πειράξεις, θα της εξηγηθώ εγώ. Και μετά ο Αλέξανδρος μου είπε για να κάνουμε τριο. Είχα ακούσει ότι ο Αλέξανδρος τη βίαζε και την έδερνε» είπε στο δικαστήριο. Για την επίμαχη νύχτα ο κατηγορουμενος υποστήριξε ότι η νεαρή φοιτήτρια είχε κάνει χρήση ναρκωτικών.
Κατηγορούμενος: Εκείνη με τον Αλέξανδρο μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κάνανε ότι κάνανε δε ξέρω τι κάνανε, μετά βγήκανε. Μετά πήγα εγώ με την Ελένη πήγαμε στο ίδιο δωμάτιο για κανένα τέταρτο.
Πρόεδρος: Μετά τι έγινε; Ο Αλέξανδρος που ήταν;
Κατηγορούμενος: Εκεί που ήταν τα ποτά, έριξε κάτι μέσα στο ποτό, όταν εγώ ήμουν μέσα με την Ελένη. Μετά πήγαμε και οι τρεις στην κρεβατοκάμαρα. Αυτός της έλεγε «θα σε μαχαιρώσω» επειδή του είπε ότι εγώ ήμουν καλύτερος από εκείνον. Ο Αλέξανδρος αναστατώθηκε την έβριζε φώναζε, δε θυμάμαι αν τη χτύπησε πρώτα με το σίδερο ή αν τη μαχαίρωσε πρώτα.
Πρόεδρος: Εσείς τι κάνατε;
Κατηγορούμενος: Πήγα σε ένα άλλο δωμάτιο και έκλαιγα, του είπα σταμάτα, είχα πανικοβληθεί. Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω. Έφυγα από το δωμάτιο όταν άρχισε να τη χτυπάει με το σίδερο.
Πρόεδρος: Και εσείς δεν πήγατε να δείτε;
Κατηγορούμενος: Δεν το έκανα, δε ξέρω γιατί, έπρεπε να το κάνω.
Πρόεδρος: Ο Αλέξανδρος λέει ότι εσείς τη χτυπήσατε;
Κατηγορούμενος: Υπάρχουν dna αποδείξεις.
Πρόεδρος: Γιατί δεν ζητήσατε βοήθεια;
Κατηγορούμενος: Δεν ήξερα αν ήταν από κάτω η γιαγιά, δεν φώναξα βοήθεια να έρθει κάποιος. Μετά ο Αλέξανδρος μου είπε «πάμε να τη πετάξουμε». Εγώ του είπα να πάμε στο νοσοκομείο. Έγινε κάποιο σφάλμα και πήγαμε στα βράχια. Εγώ οδηγούσα. Ο Αλέξανδρος ήταν στη καρότσα. Η Ελένη ήταν καθιστή δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος μου είπε ότι θα την πάμε κάπου αλλού για να μην βασανίζεται. Τους φίλους μου τους άκουγα ότι και να μου έλεγαν. Ο Αλέξανδρος επέλεξε τη τοποθεσία. Εκείνος την έπιασε και την κατεβασε κάτω.
Πρόεδρος: Μόνος του;
Κατηγορούμενος: Ναι, τη σήκωσε στην αρχή την κοπάνησε στα βράχια. Μετά μόνος του τη κουβάλησε μέχρι κάτω. Την έσυρε. Δεν τον βοήθησα καθόλου. Ανέβηκε πάνω και μου είπε: «Πάμε όλα τελείωσαν».
Στη συνέχεια οι δυο άντρες πήγαν στο εξοχικό του ροδίτη κατηγορουμένου και -όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε- ο συγκατηγορούμενος του μάζεψε τα πράγματα της Ελένης Τοπαλουδη και ο ίδιος καθάρισε με χλωρίνη, όπως του υπέδειξε ο πρώτος. «Ήταν λάθος, μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση της Ελένης. Δε νιώθω τύψεις δεν έκανα τίποτα. Νιώθω βαθύτατα άσχημα που δε πήρα τη θέση της» ψέλλισε ο κατηγορούμενος, χωρίς να μπορέσει να απάντησει στο γιατί δεν κάλεσε βοήθεια.
Η δίκη συνεχίζεται αύριο.