Κρέμασε τα μπασκετικά του παπούτσια και φόρεσε το κοστούμι του προπονητή. Πλέον κρατάει πινακάκι και χαρτιά με συστήματα, όχι την πορτοκαλί θεά. Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος απολαμβάνει το νέο του ρόλο σαν βοηθός του “αρσενικού” Μίλαν Τόμιτς στο Περιστέρι και αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα στη δημιουργία και την εκτέλεση των plays.
Αποθέωσε τη γενιά του ’05-’06 στην Εθνική,της οποίας ήταν αναπόσπαστο μέλος, χαρακτήρισε τον Γιάννη Σφαιρόπουλο “στρατηγό” και έμαθε από τον προπονητή της Μακάμπι την έννοια της πειθαρχίας. Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος έδωσε απολαυστική συνέντευξη στο SPORT24 και αναφέρθηκε στον “παίκτη Παναγιώτη” που δεν λησμονεί αλλά και τη νέα πρόκληση που ακούει στο όνομα “προπονητική” και έχει μοναξιά και αμφισβήτηση.
Πλέον, από νέο πόστο σε μία ομάδα που γνωρίζει καλά και που αποκαλεί οικογένεια, σε ένα παρκέ που αγωνίστηκε τα τελευταία τρία χρόνια και στο πλάι του Μίλαν Τόμιτς, έχει αναλάβει να πετάξει τον παίκτη από πάνω του και να μπει στο… κοστούμι του προπονητή.
“Είναι ευλογία και τύχη αυτή τη στιγμή να γίνεται κάτι τέτοιο. Είναι πραγματικά μοναδικό για κάποιο παίκτη που πέρασε πολύ όμορφα για τρία χρόνια σε ένα σύλλογο που νιώθει σαν οικογένεια, να βλέπει την ομάδα αυτή να τον απορροφά σαν προπονητή σε κάτι τελείως διαφορετικό και να του δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσει κάτι νέο, κάτι δύσκολο και κάτι με πάρα πολύ ενδιαφέρον.
Μου δίνει τεράστιο κίνητρο η εμπιστοσύνη που μου δείχνει η ομάδα και με κάνει να θέλω να δουλέψω ακόμα πιο πολύ και να προσφέρω ακόμα περισσότερα. Το Περιστέρι είναι μία οικογένεια, το έλεγα πάντα. Είναι ένας σύλλογος που αγαπάει πολύ τους παίκτες και το σταφ που έχει. Ναι μεν έχουν γίνει πολλές αλλαγές στο προπονητικό κομμάτι αλλά έχω τεράστιο κίνητρο. Με τιμά η εμπιστοσύνη του συλλόγου και δεν θα κρύψω ότι μπορεί στην αρχή να με άγχωσε λίγο, αλλά στην πορεία βλέπω πως είναι εποικοδομητικό το άγχος. Θέλω στην πορεία να γίνει δημιουργικό και να βοηθήσω ακόμα περισσότερα παιδιά μέσα από το πόστο αυτό”.
Εκείνος ήταν αθλητής του Ολυμπιακού και ο Τόμιτς βοηθός προπονητή. Πλέον οι δυο τους συνυπάρχουν και συνεργάζονται ξανά σε διαφορετικό σύλλογο, μόνο που πλέον καλούνται να παίρνουν μαζί τις αποφάσεις για την ομάδα.
“Η αλήθεια είναι πως όταν γνώρισα τον Μίλαν στον Ολυμπιακό και τον είχα ως προπονητή είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση μεταξύ μας. Είναι από τους ανθρώπους που έλεγα πάντα ότι είναι πολύ αρσενικός, τίμιος και ειλικρινής. Νιώθω πολύ τυχερός που στα πρώτα μου βήματα συνεργάζομαι με τον Μίλαν και μου έχει δώσει την άνεση και την ελευθερία να βγάλω και εγώ όσα θέλω μέσα στο γήπεδο”.
Πλέον ο coach Βασιλόπουλος καλείται να ετοιμάζει τα plays και όχι να τα εκτελεί, πλέον είναι προπονητής, κάτι που όπως παραδέχτηκε έχει άλλη βαρύτητα και δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολο project.
“Είναι δύσκολη η δουλειά του προπονητή και αυτό το είδα στη σχολή. Ναι μεν έχεις μία εμπειρία ως παίκτης που σου δίνει το πλεονέκτημα να αντιλαμβάνεσαι τα plays, τις συνθήκες του παιχνιδιού, τις σχέσεις με τους παίκτες. Αλλά η δουλειά του προπονητή είναι πάρα πολύ δύσκολη καθώς πρέπει να σχεδιάσεις τα πάντα εσύ. Τα plays, το σύστημα, την οργάνωση, το πρόγραμμα, να έχεις 15 παίκτες που να έχεις βρει τα κουμπιά τους στο πως θα τους μιλήσεις και θα τους συμπεριφερθείς.
Υπάρχει το άγχος της επιλογής καθώς πλέον εσύ επιλέγεις και προκειμένου να βγει αυτό σωστό θα πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των παικτών σου, που δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολο. Όταν είσαι παίκτης αυτό δεν το καταλαβαίνεις τόσο εύκολα. Όταν για παράδειγμα ήμουν παίκτης ήταν πολύ πιο εύκολο γιατί ο αθλητής απλά κρίνει. Είναι κάτι έτοιμο και κρίνει αν είναι καλό και σωστό.
Οι παίκτες πάντα γκρινιάζουν και έχουν κάτι να πούνε είναι πάντα πολύ εύκολο αυτό. Όλοι έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Και ο προπονητής και οι παίκτες, γι αυτό άλλωστε το σύνολο λέγεται ομάδα. Για να καταφέρεις να οδηγήσεις μία ομάδα στη συνέπεια και στα αποτελέσματα – που αποτελέσματα δεν είναι μόνο οι νίκες- θα πρέπει να υπάρχει πειθαρχία και ένα μεγάλο μέρος ευθύνης σε αυτό το φέρουν οι προπονητές”.
Στις 16 Ιανουαρίου, στο κλειστό του Περιστερίου κάτι ήταν διαφορετικό. Ο προπονητής Παναγιώτης Βασιλόπουλος έβγαλε τα αθλητικά, φόρεσε τα επίσημά του και κάθισε στον πάγκο δίπλα στον Μίλαν Τόμιτς στο ματς του Περιστερίου κόντρα ΑΕΚ εκεί όπου οι γηπεδούχοι επικράτησαν με 101-81. Το συναίσθημα; Περίεργο.
“Ήταν πολύ περίεργο. Ήταν ο πρώτος μου αγώνας και ήταν δύσκολο. Βέβαια δεν είχα το άγχος της επιλογής. Όταν είσαι βοηθός τα πράγματα είναι λίγο πιο εύκολα και πιο απλά. Έχεις ένα κομμάτι στο οποίο επικεντρώνεσαι και δεν έχεις το άγχος ότι κρίνεσαι. Ήταν περίεργο να φοράω κοστούμι είναι η αλήθεια αλλά δεν με πείραξε καθώς δεν είχα το άγχος να βγω να κάνω το ζέσταμά μου, να κάνω τη ρουτίνα μου. Το προπονητικό άγχος ξεκινάει πολύ πριν το ματς. Φυσικά εγώ κουβαλάω ένα έξτρα άγχος καθώς δεν είναι κάτι το οποίο ξέρω από πριν, είναι κάτι καινούργιο για εμένα. Το μεγαλύτερο λάθος είναι όταν παίκτες θεωρούν ότι έχουν έμφυτο το προπονητικό κομμάτι, αυτό το κατάλαβα στην αρχή της πορείας μου. Ξεκινάς από το μηδέν και είναι μεγάλη υπόθεση”.
“Όταν με ρωτάνε αν μου λείπει το μπάσκετ απαντάω ‘όχι γιατί κουράστηκα να πονάω’. Κουράστηκα να σηκώνομαι το πρωί και να μην μπορώ να περπατήσω, να θέλω μία ώρα για να ζεσταθώ. Είναι τελείως διαφορετικό και το άγχος και η πίεση που έχεις όταν είσαι παίκτης με το όταν είσαι προπονητής. Σίγουρα όταν είσαι παίκτης έχεις την επιλογή στα χέρια σου, είναι πιο εύκολο. Ναι μεν τα τελευταία χρόνια λόγω ηλικίας και εμπειρίας λειτουργούσα και σαν προπονητής στο παρκέ, αλλά την επιλογή στο τέλος στο παρκέ την έχει ο παίκτης ακόμα και αν ο προπονητής έχει σχεδιάσει κάτι. Είναι ωραίο αυτό αλλά είναι και ευθύνη γιατί θα κριθείς αν δεν κάνει ό,τι πει ο προπονητής. Αντίστοιχα και ο κόσμος του προπονητή έχει ευθύνες και κρίνεσαι για τις επιλογές που έκανες. Είναι σκάκι.”
Συνεργάστηκε με τον μεγάλο Ντούσαν Ίβκοβιτς, τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και άλλα μεγάλα ονόματα της προπονητικής, ωστόσο δεν του ήταν εύκολο να ξεχωρίσει τη φιλοσοφία κάποιού. Παραδέχτηκε πως από όλους τους προπονητές που συνεργάστηκε ως παίκτης πήρε στοιχεία που φτιάχνουν ένα γενικό σύνολο.
“Ακόμα δεν ξέρω με ποιανού τη φιλοσοφία θα μπορούσα να ταυτιστώ. Είχα πολλούς καλούς προπονητές αλλά δεν μπορείς να το καταλάβεις γιατί κοιτάζεις να παίξεις και να βελτιωθείς, δεν εστιάζεις στην προπονητική τους φιλοσοφία. Eιδικά εμείς που είμαστε μία γενιά που έχει μεγαλώσει πολύ δύσκολα, με πολλή προπόνηση. Τα παιδιά πλέον είναι διαφορετικοί χαρακτήρες. Εμείς μεγαλώσαμε με ‘ξύλο’, σκληρές προπονήσεις, φωνές και παλεύαμε να κερδίσουμε το ένα λεπτό για να μπούμε να παίξουμε.
Οι μνήμες που είχες από μικρός εμπλουτίζονται με στοιχεία από τους προπονητές που συνεργάστηκες επομένως στο τέλος της ημέρας φιλτράρεις και βγάζεις ένα κράμα από όλα όσα πρόσφερε ο κάθε προπονητής. Δεν μπορείς να πεις πως μου αρέσει μόνο η φιλοσοφία του Σφαιρόπουλου ή του Ίβκοβιτς, είναι συλλογικό. Στη συνέχεια το προσαρμόζεις στα δικά σου δεδομένα και φυσικά κοιτάς και τι παίκτες έχεις. Αυτή είναι η μαγεία του προπονητή, είναι σαν να είσαι οδηγός σε Formula 1 και κάθε μέρα σου δίνουν διαφορετικό αυτοκίνητο. Προσαρμόζεσαι κάθε φορά με τα δεδομένα που έχεις”.
“Μεγάλωσα με τον Σφαιρόπουλο, είναι ο πρώτος προπονητής που είχα στον ΠΑΟΚ επομένως είναι ένας προπονητής που αγαπώ και θαυμάζω. Μπορεί να περνάει δύσκολα στην Μακάμπι αλλά αυτό μου είπε και όταν το συζητάγαμε, πως αυτή είναι η δουλειά του προπονητή, είναι δύσκολη και πρέπει να δουλεύεις πολύ. Θα υπάρχουν καλές στιγμές, μέτριες και πολύ κακές. Μεγάλωσα με τον Σφαιρόπουλο και μεγάλωσα μαζί του με πειθαρχία. Ο Σφαιρόπουλος είναι ένας στρατηγός. Για να πάει μία ομάδα καλά θα πρέπει να υπάρχει ισονομία, αξιοκρατία και σεβασμός. Μέσα από αυτά μπορείς και εσύ να έχεις ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
Μ’ αρέσει επιπλέον το πώς λειτουργεί ο Γιασικεβίτσιους και το πως πήρε μία ομάδα με πιτσιρίκια όπως η Ζάλγκιρις και την οδήγησε στο Final Four. Ναι μεν κάποιες φορές διαφωνώ με τον τρόπο που αντιδρά αλλά ο κάθε άνθρωπος έχει τον χαρακτήρα του και οι παίκτες το αποδέχονται, όπως και ο Ομπράντοβιτς το ίδιο. Μπορεί αυτό που σου λέει να το λέει με φωνή αλλά ο παίκτης ξέρει πως έχει δίκιο και δεν κοιτάζει το πως το λέει”.
Στην καριέρα του κατέκτησε ένα τρόπαιο EuroLeague με τον Ολυμπιακό το 2012, σηκώνοντάς το μάλιστα μαζί με τον Βασίλη Σπανούλη, πρωτάθλημα την ίδια χρονιά και Κύπελλο Ελλάδας. Στην ερώτηση αν νιώθει άγχος σε περίπτωση που δεν καταφέρει τα ίδια ως προπονητής, δεν κρύφτηκε, ενώ παραδέχτηκε πως ο ρόλος του προπονητή απαιτεί να έχεις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα των παικτών.
“Δεν το έχω σκεφτεί, δεν έχω μπει σε αυτή τη διαδικασία αλλά τώρα που το λέμε ναι, με αγχώνει. Είναι νέο ξεκίνημα αλλά όπως όταν ξεκίνησα το μπάσκετ δεν περίμενα ποτέ να φτάσω και να κερδίσω αυτούς τους τίτλους και να ζήσω τόσους τελικούς. Στο τέλος της ημέρας είναι το ποιος έρχεται την επόμενη και προσπαθεί περισσότερο το ποιος δεν τα παρατάει παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου, έχασες κέρδισες, προχωράς και μπαίνεις στο γήπεδο σα να μην έγινε τίποτα
. Ξέρω ότι μου πήρε 20 χρόνια για να πω ότι τα κατάφερα, δεν γίνεται στην προπονητική να πεις ότι το κάνεις από τη μία μέρα στην άλλη. Θέλει δουλειά, προσπάθεια και απ όσο συνειδητοποίησα θέλει και πολύ διάβασμα. Είναι σημαντικό να μπορείς να έχεις απαντήσεις για όλα. Δεν γίνεται ο παίκτης σου να σε πιάσει αδιάβαστο σε κάτι. Αν ο παίκτης χάσει το αίσθημα της ασφάλειας, χάνεις παράλληλα το σεβασμό και την εμπιστοσύνη”.
Δεν μετανιώνω για τίποτα. Σίγουρα αν έπρεπε να πω κάτι μετανιώνω που δεν αφιέρωσα τόσο χρόνο στον εαυτό μου στο κομμάτι της αποκατάστασης. Βέβαια όλα όσα πέρασα με έκαναν πιο συνειδητοποιημένο και ευαισθητοποιημένο στο προσέχω παραπάνω τους παίκτες μου. Ξέρω πως είναι να πονάς, ξέρω πως μπορεί να αισθάνεται ένας παίκτης όταν έχει κρύο, επομένως όλο αυτό το εκλαμβάνω σαν μία μεγάλη εμπειρία. Από τη μία δεν μπορεί να με κοροϊδέψει κανείς και από την άλλη μπορώ να καταλάβω αυτό που νιώθει ο παίκτης και να τον καθοδηγήσω κατάλληλα.
Όταν του ζητήθηκε να μοιραστεί μαζί μας την μεγαλύτερή του επιτυχία στην έως τώρα πορεία του στο μπάσκετ (αθλητική και προπονητική), το πρόσωπό του γλύκανε μιλώντας για την οικογένειά του.
“Η οικογένειά μου είναι η μεγαλύτερή μου επιτυχία. Το να βλέπω τα παιδιά μου στο πρώτο μου ματς με το Περιστέρι να με χαιρετάνε και να περιμένουν να δουν τον μπαμπά, είναι μοναδικό. Βέβαια ακόμα ρωτάνε ‘ο μπαμπάς παίκτης πότε θα μπει’. Με πρόλαβαν όμως και σαν παίκτη. Είναι επιτυχία που είμαι ακόμα μέσα στα γήπεδα και μπορώ να δίνω στα παιδιά μου τη σωστή κατεύθυνση και τις σωστές αξίες πως δεν πρέπει να τα παρατάνε στιγμή”.
Το Περιστέρι άλλαξε προπονητή στα μέσα της σεζόν. Ο Μανωλόπουλος έφυγε, ο Τόμιτς ήρθε. Η δυσκολία όμως για μία ομάδα που καλείται να διαχειριστεί σημαντικές αλλαγές όπως αυτή, είναι μεγάλη.
“Είναι δύσκολες οι αλλαγές. Όταν αλλάξει ο προπονητής υπάρχει πάντα αντίδραση από τους παίκτες ότι πρέπει να δείξουν την αξία τους γιατί φοβούνται για τη θέση τους. Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης σε ό,τι γίνεται στην ομάδα, στα καλά και στα δύσκολα. Είναι ένα σύνολο πραγμάτων που θα πρέπει να δουλέψουν για να βγει το αποτέλεσμα. Είναι σημαντικό το τι επαφή έχεις με τους παίκτες. Η επαφή που έχει ο Μίλαν με τους παίκτες είναι τρομερή. Άποψή μου είναι ότι αν έρθει ένας προπονητής και κερδίσει τους παίκτες, τότε απλοποιούνται ταπράγματα. Είναι πολύ εύκολο για ένα παίκτη να πει ‘δεν με νοιάζει, κάνω το συμβόλαιό μου, θα περάσει η χρονιά και θα πάω άλλου’. Ο προπονητής θα φύγει, η δουλειά του είναι πιο αναλώσιμη”.
Οι Έλληνες παίκτες, δεδομένων και των οικονομικών δυσκολιών, έχουν κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια στις ομάδες τους. Για τον Παναγιώτη Βασιλόπουλο το ζήτημα είναι η νοοτροπία του κάθε αθλητή και το πως αποφασίζει να μην επηρεαστεί από εξωγενείς παράγοντες.
“Είναι μεγάλη συζήτηση και αυτός ο βραχνάς με τους Έλληνες παίκτες κρατάει πολλά χρόνια. Το αναπτυξιακό είναι περίεργο αλλά γίνεται πολύ καλή προσπάθεια με τους Ντικούδη και Τσατσαρή. Εμείς σαν Περιστέρι είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε πολύ υλικό και έχω ξεχωρίσει παίκτες. Η καθοδήγηση παίζει τρομερά σημαντικό ρόλο καθώς με τόση πληροφορία από φίλους, managers ή social media, δεν μπορούν να καταλάβουν πως πρέπει να δουλέψεις για να φτάσεις ψηλά. Χάνουν πολύ εύκολα τον στόχο. Είναι κάτι που θέλει δουλειά.
Ναι μεν είναι και το οικονομικό κομμάτι αλλά το πιο δύσκολο είναι ότι στο τέλος οι προπονητές θέλουν το αποτέλεσμα και δεν επενδύουν σε νεαρούς παίκτες που ίσως χρειαστούν μία περίοδο χάριτος και μία πίστωση χρόνου για να φέρουν το αποτέλεσμα. Υπάρχει πίεση και λόγω φόβου δεν θα αποδώσουν ποτέ. Είναι εύκολο να πάρεις έναν rookie με 20 χιλιάδες δολάρια, να σου πάρει ένα ματς και να πεις ‘τέλεια μου πήρε το ματς’. Μπορεί ο Έλληνας να χάσει μερικά ματς αλλά στο τέλος βγαίνεις κερδισμένος”.
Υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της Εθνικής ομάδας, πανηγύρισε τίτλους και απάντησε ‘ναι’ με κλειστά μάτια όταν ρωτήθηκε για ενδεχόμενη επιστροφή στην Εθνική με προπονητικό ρόλο.
“Δεν υπάρχει αθλητής της δικής μου γενιάς που θα έλεγε όχι στην Εθνική. Για εμάς, τη γενιά του ‘05-’06 η Εθνική ήταν η υπέρτατη τιμή του να φοράμε τη φανέλα. Θα μας σύγκρινα με τους 300 του Λεωνίδα. Ήμασταν μία δωδεκάδα παικτών που δεν μας ενδιέφερε τι γινόταν από τη στιγμή που φοράγαμε τη φανέλα. Δεν θεωρώ πως υπάρχει κάποιος από αυτή τη γενιά που θα του έλεγες για την Εθνική και θα σου έλεγε ‘όχι’. Έμμεσα ή άμεσα θα ήθελε να δώσει πίσω αυτό που πήρε από την Εθνική”.
Οι πετυχημένες στιγμές στην καριέρα του πολλές, όμως αυτή που θυμάται ακόμα ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος είναι σχετικά πρόσφατη, το 2017 όταν και επέστρεψε στην Εθνική ομάδα στον αγώνα με την Μεγάλη Βρετανία στο Λέστερ. “Θα ξεχώριζα την επιστροφή μου στην Εθνική και το πρώτο μου παιχνίδι στην Αγγλία μετά από τέσσερα χρόνια. Τότε μου έλεγαν ότι δεν μπορώ να παίξω και να περπατήσω”.
“Όταν όμως ρωτήθηκε για πιθανό άγχος σε εκείνο το ματς η απάντηση ήταν άμεση και αφοπλιστική. ”Δεν είχα κανένα άγχος ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ, σα να είμαι γεννημένος γι αυτό. Δεν ζήτησα ποτέ από προπονητή να μου συμπεριφερθεί διαφορετικά ή να έχω μία πιο ευνοϊκή μεταχείριση. Κάθε μέρα τσακωνόμουν στις προπονήσεις. Ήμουν ο πιο γκρινιάρης αλλά δεν το μετανιώνω. Μου έλεγαν ‘σταμάτα να φωνάζεις’ αλλά δεν μπορούσα να συμβιβαστώ και να είμαι με άτομα, αθλητές και προπονητές που δεν έχουν φιλοδοξίες και όραμα να φτάσουν ψηλά. Η γυναίκα μου με ρώταγε ‘δεν κουράστηκες’ και έλεγα όχι γιατί ήξερα ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Όταν εν τέλει με κάλεσε η Εθνική, όλοι αυτοί που με έλεγαν γκρινιάρη και περίεργο άλλαξαν γνώμη. Το πιο δύσκολο ήταν ότι κάθε φορά έπρεπε να αποδεικνύω πως δεν ήμουν ελέφαντας.
Δεν συμβιβαζόμουν και ένιωθα πως ήμουν ο τρελός που στο τέλος το κατάφερε. Ήταν κάτι που έχτιζα καθημερινά, όταν δεν έβλεπε κανείς. Ήταν πολλές οι στιγμές μοναξιάς αλλά είχα κάθε μέρα ένα στόχο. Πολλές φορές με πόναγαν τα πόδια μου αλλά δεν ζήταγα αλλαγή γιατί έλεγα πως τώρα που πονάς πρέπει να κάνεις το βήμα παραπάνω, ώστε την επόμενη μέρα να ξεκινήσεις από το πιο πάνω σκαλί. Ήμουν τυχερός γιατί είχα την οικογένειά μου αλλά το πιο δύσκολο είναι όταν είσαι μόνος σου. Δεν μπορούσα να ήμουν μόνος μου, ήθελα να έχω κόσμο.
Ήταν πολλές οι ώρες μοναξιάς για να μπορέσω να επιστρέψω δυνατός. Δεν γινόταν να συμβιβαστώ και δεν ήθελα πολλές ώρες μαζί με άτομα που ήταν σαν τα καρκινικά κύτταρα, που μπορούσαν να με αρρωστήσουν και να με πάνε πίσω. Επομένως επέλεγα να είμαι μόνος μου”.
Η προπονητική είναι εξίσου μοναχική, κάτι που πλέον όμως δεν τον τρομάζει καθώς η ανάγκη για ένταση, άγχος και δημιουργικότητα είναι από τα στοιχεία που βρίσκονται μέσα του.
“Η προπονητική έχει μοναξιά και αμφισβήτηση αλλά νομίζω πως πλέον είναι σαν ναρκωτικό. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την ένταση, το άγχος, ή τη δημιουργικότητα. Πλέον το να είσαι τρελός και να λες κάτι έχει άλλη βαρύτητα ως προπονητής. Ως παίκτης θα μπορούσε κάποιος να σου πει ‘μην μου σπας τα νεύρα, άσε με’, αλλά ως προπονητής θα σε ακούσει και θα εκτελέσει την εντολή. Σε βοηθάει στη δημιουργία και στο να πλάσεις νέους αθλητές. Αθλητές έχουμε, οι χαρακτήρες μας λείπουν”.
Πηγή: Sport24.gr