Με μία σειρά καίριων, μα και αμείλικτων ερωτημάτων, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποδομεί πλήρως την κυβερνητική γραμμή για τις αποκαλύψεις ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε επί τρεις μήνες το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη. Η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας, μάλιστα, συνδέει τα κομμάτια του παζλ και από παλαιότερες παρακολουθήσεις πολιτικών και πολιτών στην Ελλάδα από εγχώριες ή ξένες μυστικές υπηρεσίες.
«Μετά τις πρόσφατες καταιγιστικές εξελίξεις που αφορούν το σκάνδαλο αποδεδειγμένης παρακολούθησης εν ενεργεία Ευρωβουλευτή και τότε υποψηφίου Αρχηγού Κοινοβουλευτικού Κόμματος, άκουσα εμβρόντητη τις σημερινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, οι οποίες δεν αφήνουν κανένα πεδίο αμφιβολίας: βρισκόμαστε ενώπιον μη κανονικής λειτουργίας του πολιτεύματος, για την οποία γίνεται προσπάθεια συγκάλυψης και ωραιοποίησής της από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ως φέροντα την πρωταρχική ευθύνη.
Βρισκόμαστε ενώπιον κατάστασης που αφορά τους πολίτες, τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και την Δημοκρατία.
Στη χώρα στην οποία αποδεδειγμένα οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ παρακολουθούσαν εν έτει 2004 ολόκληρη την Ελληνική Κυβέρνηση, ξεκινώντας από τον τότε Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, αλλά και την Αντιπολίτευση και άλλα “πρόσωπα ενδιαφέροντος”, στη χώρα όπου η τότε Κυβέρνηση παρασιώπησε επί σχεδόν ένα χρόνο την αποκάλυψη, αλλά και ο τότε αρμόδιος Εισαγγελέας, μετέπειτα Διοικητής της ΕΥΠ και ήδη ελεγχόμενος πρώην Υπουργός Δ. Παπαγγελόπουλος έκρυψε στο συρτάρι του επί 11 μήνες τόσο την υπόθεση των παρακολουθήσεων όσο και την σχετιζόμενη με τις παρακολουθήσεις δικογραφία που αφορούσε την δολοφονία του Κώστα Τσαλικίδη, στη χώρα όπου έχει αποδειχθεί εμπλοκή της ΕΥΠ σε μεγάλα οικονομικο-πολιτικά σκάνδαλα, όπως αυτό της Λίστας Λαγκάρντ, επιχειρείται από τον ίδιο τον σημερινό Πρωθυπουργό η έντεχνη υποβάθμιση της αποκάλυψης ενός ακόμη σκανδάλου παρακολουθήσεων, αλλά και η έμμεση νομιμοποίηση των πρακτικών εσωτερικής κατασκοπείας και παρακολούθησης πολιτικών προσώπων και, φυσικά, και πολιτών.
Οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ δεν μπορούν να αφορούν τίποτε άλλο παρά μόνον λόγους Εθνικής Ασφάλειας, με στενότατη και αυστηρότατη ερμηνεία. Και, βεβαίως, η Εθνική Ασφάλεια δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εικονικά ως πρόσχημα για παρακολούθηση πολιτών και πολιτικών προσώπων, συνοδοιπόρων ή αντιπάλων. Η δε αναφορά του κ. Μητσοτάκη ότι αυτό έγινε με “Νόμο ΣΥΡΙΖΑ του 2018” ουδόλως τον απαλλάσσει από την πολιτική-και ποινική-ευθύνη, αλλά αντίθετα αναδεικνύει εύγλωττα ότι και οι προηγούμενοι και οι νυν κυβερνώντες εργαλειοποιούν την ΕΥΠ για ιδιοτελείς κομματικούς σκοπούς, ώστε τελικώς η ΕΥΠ να καθίσταται στην πραγματικότητα Κυβερνητική, Κομματική, Πρωθυπουργική Υπηρεσία Πληροφοριών και όχι Εθνική.
Ο κ. Μητσοτάκης απερίφραστα δήλωσε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ήταν “νόμιμη, αλλά λάθος”, υπήρχε δηλαδή νόμιμο έρεισμα που να αφορά λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα έπρεπε να έχει γίνει. Ότι “διήρκεσε 3 μήνες και διακόπηκε αυτόματα”, επομένως ουδείς έδωσε εντολή για την διακοπή της, ούτε ζήτησε την ανανέωσή της, απλώς εξέπνευσε η προθεσμία της άδειας. Και η “αυτόματη διακοπή”, συνέπεσε με την εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Δηλαδή η παρακολούθηση συνέπεσε με την προεκλογική περίοδο εσωτερικής εκλογικής διαδικασίας, στην οποία ο κ. Ανδρουλάκης ήταν υποψήφιος αρχηγός του ανωτέρω κοινοβουλευτικού κόμματος. Παράλληλα, από την ΕΥΠ έχει επισήμως δηλωθεί ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη έγινε κατόπιν “πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες 2 ξένων κρατών ότι ο κ. Ανδρουλάκης είχε επαφές με αμφιλεγόμενους παράγοντες συνδεδεμένους με την Κίνα”.
Τα ερωτήματα στα οποία δεν απάντησε ο Πρωθυπουργός είναι αμείλικτα:
– Ποιες ήταν οι μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών, που ενδιαφέρθηκαν για τις επαφές ενός Έλληνα Ευρωβουλευτή και υποψηφίου Προέδρου Κόμματος και κινητοποίησαν την ΕΥΠ;
– Τι διασταύρωση και τι αξιολόγηση έγινε των “πληροφοριών” αυτών από τις Εθνικές Υπηρεσίες πριν την έναρξη παρακολούθησης; Σε ποια βάση κρίθηκαν αξιόπιστες και τι απέγινε σήμερα με την αξιοπιστία τους;
– Ποιοι έλαβαν γνώση των συνομιλιών ενός εν ενεργεία ευρωβουλευτή και υποψηφίου Προέδρου Κόμματος στο διάστημα της παρακολούθησης;
– Ποια χρήση έγινε, επί 3μηνο, του αποτελέσματος των παρακολουθήσεων;
– Τελικώς, επρόκειτο για υπόθεση κατασκοπείας σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, ώστε να ενεργοποιηθεί η ΕΥΠ, ή για εσωτερική πολιτική κατασκοπεία, με εργαλείο την ΕΥΠ;
– Πόσα και ποια άλλα πολιτικά πρόσωπα που δεν είναι εν ενεργεία ευρωβουλευτές έχουν υποβληθεί σε τέτοιου είδους παρακολούθηση;
Αυτά είναι ερωτήματα τα οποία δεν δικαιούται να μην απαντήσει ο Πρωθυπουργός, ο οποίος επέλεξε ο ίδιος προσωπικά τον σημερινό Διοικητή της ΕΥΠ και εισήγαγε έκτακτη φωτογραφική τροπολογία για να νομιμοποιηθεί ο διορισμός του, εν γνώσει της προϋπηρεσίας του, η οποία είναι απολύτως συμβατή με την συγκεκριμένη ενέργεια παρακολούθησης και προϊδεάζει ακριβώς για τέτοιου είδους δράση. Ελλείψει άλλων προσόντων, τελικώς ο λόγος επιλογής του συγκεκριμένου προσώπου από τον Πρωθυπουργό ήταν ακριβώς η “βρώμικη δουλειά” που τώρα αποκαλύπτεται;
Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε διαδικασία “τυπικά επαρκή, αλλά πολιτικά μη αποδεκτή”, που “δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί», γιατί «αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, ο χειρισμός ήταν ελλιπής.” Και κατέληξε ότι “Ακριβώς για αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ, ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη. Αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και προφανώς δεν θα το επέτρεπα ποτέ.”..
Τελικώς:
– Τι σημαίνει, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, ότι “ο χειρισμός ήταν ελλιπής”; Ότι δεν σκέφτηκαν ότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι και Ευρωβουλευτής και, επομένως, θα υπήρχε διαδικασία εντοπισμού της παρακολούθησης;
– Ο Διοικητής της ΕΥΠ απομακρύνθηκε για “νόμιμο αλλά ελλιπή χειρισμό” ή επειδή ενήργησε παράνομη παρακολούθηση πολιτικού ή επειδή κατελήφθη να διενεργεί παράνομη παρακολούθηση πολιτικού, εκθέτοντας την Κυβέρνηση;
– Για λογαριασμό τίνος γινόταν τελικά η παρακολούθηση;
– Πώς είναι δυνατόν να μην ενημερώθηκε ο Πρωθυπουργός για την παρακολούθηση επί 3μηνο, ενώ είναι γνωστό ότι ο Πρωθυπουργός ενημερώνεται καθημερινά, όχι μόνον προφορικώς, αλλά και εγγράφως, από την ΕΥΠ για τα θέματα Εθνικής Ασφάλειας; Τι ενέργειες διέταξε για την κατά δήλωσή του έλλειψη ενημέρωσής του για ζήτημα το οποίο, και πάλι κατά δήλωσή του, αφορούσε νόμιμη παρακολούθηση για λόγους Εθνικής Ασφάλειας;
– Τι εννοεί ο Πρωθυπουργός όταν λέει ότι “Δεν το γνώριζε και προφανώς δεν θα το επέτρεπε ποτέ”; Εννοεί ότι γνωρίζει πως δεν υπήρχε βάσιμος λόγος Εθνικής Ασφάλειας και για αυτό δεν θα επέτρεπε την παρακολούθηση (επομένως και η παρακολούθηση δεν ήταν νόμιμη!) ή ότι δεν θα το επέτρεπε ποτέ, ακόμη κι αν υπήρχε βάσιμος λόγος εθνικής ασφάλειας;
– Τι εννοεί όταν λέει ότι «η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέραν από την κρίση ακόμη κι ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού» και ότι θα προτείνει “Θωράκιση του πλαισίου νομίμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα”; Ότι, τελικώς, κατ’ αυτόν, οι παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων είναι τρέχον νόμισμα που απλώς χρειάζεται “θωράκιση του πλαισίου”;
Οι ερωτήσεις δεν είναι ρητορικές, αλλά χρήζουν άμεσης και συγκεκριμένης απαντήσεως και διερευνήσεως.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων αποκαλύπτει πρακτικές υπονόμευσης της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, στα οποία εντάσσεται και το απόρρητο και απαραβίαστο των επικοινωνιών, αλλά και το βουλευτικό απόρρητο. Αποκαλύπτει ένα κράτος που λειτουργεί ως κυβερνητικό παρακράτος. Και θέτει με επιτακτικό τρόπο το ερώτημα τι συμβαίνει με το προϊόν αυτών των παρακολουθήσεων και σε ποιο βαθμό στη χώρα υπάρχει εκβιαζόμενο και εκβιάζον πολιτικό προσωπικό.
Οι σημερινές εξηγήσεις του Πρωθυπουργού τον εκθέτουν ανεπανόρθωτα, γιατί αποτελούν ομολογία ατομικής πολιτικής του ευθύνης τόσο για την παρακολούθηση όσο και για την απόπειρα συγκάλυψης. Τα δε περί “Αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης” του στενότερού του συνεργάτη, που και παραιτείται για να τον προστατεύσει και ουδεμία πραγματική ευθύνη αναλαμβάνει ούτε του αποδίδουν, παρά φεύγει υπό Πρωθυπουργικούς και Κυβερνητικούς εγκωμιασμούς που διοχετεύονται στα ΜΜΕ, αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις, και άτεχνη προσπάθεια αντιμετάθεσης της κυρίαρχης ευθύνης στην υπόθεση αυτή, που ανήκει πρωταρχικά στον κ. Μητσοτάκη», σχολίασε η Ζωή Κωνσταντοπούλου.