Θα πρέπει να εκφράσω την προσωπική μου θλίψη και απογοήτευση, καθώς και τα όμοια συναισθήματα μεγάλου αριθμού Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι επικοινωνούν καθημερινά μαζί μου και σχολιάζουν πολύ αρνητικά την πρόσφατη απόφαση των εννέα (9) μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για παρεμπόδιση της διενέργειας των αρχαιρεσιών. Η άρνηση των μελών αυτών για τη διενέργεια των αρχαιρεσιών, στο τέλος Ιουνίου , όπως πρότειναν τα λοιπά 6 μέλη, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο Καταστατικό, και η επιμονή τους να καταθέσουν αίτηση για διορισμό προσωρινής Διοίκησης συνιστά αυθαίρετη ενέργεια, η οποία παραβιάζει το Καταστατικό και παρεμποδίζει τους Δικαστικούς Λειτουργούς από το να ασκήσουν το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα τους του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Ο μόνος λόγος, που επικαλούνται ως προς κίνδυνο της δημόσιας υγείας, δικαιολογημένα σχολιάζεται ως προσχηματικός και μη πειστικός, δεδομένου ότι έχουν πλέον αρθεί όλα τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα, που είχαν επιβληθεί, μετά και τη σταθερή, κατά το τελευταίο διάστημα, μηδενική σχεδόν καταγραφή νέων κρουσμάτων.
Εξ’ άλλου, η ασφαλής διενέργεια των αρχαιρεσιών μπορεί να εξασφαλισθεί με τον ορισμό περισσοτέρων τμημάτων των Εφορευτικών Επιτροπών, σε περισσότερες αίθουσες, ανάλογα με το αρχικό γράμμα του επωνύμου, ώστε να αποφευχθεί ο συνωστισμός και με τήρηση των λοιπών προστατευτικών μέτρων (απόστασης, χρήσης μάσκας, και απολυμαντικών κ.λ.π.), όπως παρακολουθούμε να συμβαίνει καθημερινά, σε συγκεντρώσεις διαφόρων φορέων.
Οι αρχαιρεσίες πρέπει να διεξαχθούν το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να αναδειχθεί το νέο, εκλεγμένο, σύμφωνα με τη βούληση του εκλογικού σώματος Διοικητικό Συμβούλιο. Κάθε άλλη προσπάθεια επιφέρει βαρύ πλήγμα στην αξιοπιστία και στο κύρος το οποίο, κατά το παρελθόν απολάμβανε η συγκεκριμένη Δικαστική Ένωση, της οποίας είχα την τιμή να εκλεγώ ως Πρόεδρος, επί δύο συνεχείς θητείες, αλλά και γενικότερα στο κύρος του Διοικητικού Συνδικαλισμού.