Ο Σι τάχθηκε ξεκάθαρα εναντίον των διεθνών κυρώσεων προς τη Ρωσία, ενώ ο Πούτιν κατηγόρησε τις ΗΠΑ για τη στάση τους στη Μέση Ανατολή. Όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, όμως, είναι κι αυτός απρόβλεπτος στην εξέλιξή του. Ηγέτες από χώρες της Ασίας και του παγκόσμιου Νότου κυρίως, και πάντως όχι της Ευρώπης, με την εξαίρεση του Βίκτορ Όρμπαν, ο Σι και ο Πούτιν επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη ξέρουμε όλοι: Ότι μπορεί να τους χωρίζουν πολλά, αλλά τους ενώνει ο ανταγωνισμός με τη Δύση και κυρίως με τις ΗΠΑ. Ο Πούτιν έδειξε στη Δύση ότι μπορεί να εκδίδει εναντίον του όσα εντάλματα και να επιβάλλει όσες κυρώσεις θέλει. Ο ίδιος παραμένει ηγέτης μιας χώρας που μόνο απομονωμένη δεν είναι, ενώ εξακολουθεί να είναι πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά. Την ίδια στιγμή, θέλησε να υπογραμμίσει τη γεωπολιτική του αυτονομία από την Κίνα, παρουσιάζοντας τα υπερφιλόδοξα σχέδια της χώρας του για την περιοχή και ζητώντας επενδύσεις. Αποκάλεσε τα οράματα των δύο χωρών «συμπληρωματικά».
Το Πεκίνο και η Μόσχα δεν έχουν καταδικάσει τη Χαμάς. Άσκησαν κριτική στις αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στη Γάζα και ζήτησαν συνομιλίες για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Για την Κίνα η στάση της σηματοδοτεί την επιθυμία να κερδίσει την εύνοια των χωρών της Μέσης Ανατολής, στην οποία προσπαθεί να γεμίσει το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ με την αποχώρησή τους.
Τον περασμένο Μάρτιο μεσολάβησε στην επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία, ενώ έχει προσφερθεί να κάνει το ίδιο και ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Γουάνγκ Γι ζήτησε από το Ισραήλ να σταματήσει τη «συλλογική τιμωρία των ανθρώπων στη Γάζα», σχόλιο που ξεφεύγει από την πάγια τακτική της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής «να μην ανακατεύεται», προκειμένου να μην ανακατεύονται και οι άλλοι στα δικά της. Η Κίνα έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον μουσουλμανικό κόσμο, κυρίως λόγω του θέματος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντσιάνγκ. Ιστορικά, όμως, έχει καλές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους και αναγνώρισε το παλαιστινιακό κράτος το 1988, τέσσερα χρόνια πριν αποκτήσει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Όλα αυτά, στο σήμερα, είναι και ένα νεύμα στις χώρες του Νότου: Εμείς θα σας στηρίξουμε εκεί που οι ΗΠΑ δεν θα το κάνουν. Εμείς είμαστε η νέα παγκόσμια υπερδύναμη. Το «εμείς» εκ μέρους της Κίνας είναι μονοσήμαντο, αλλά ξέρει πολύ καλά ότι ακόμη χρειάζεται τη Ρωσία για να πετύχει τους στόχους της. Η λέξη – κλειδί είναι το «ακόμη». Τι ενώνει όμως την Κίνα και τη Ρωσία και τι τις χωρίζει; Και τι σημαίνει η σχέση τους για τη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο;
Οι υπερδυνάμεις που αδίκησε η Δύση
Τα συμφέροντά τους συγκλίνουν σε πάρα πολλούς τομείς, από το εμπόριο και τη διπλωματία μέχρι την αντιπάθειά τους για τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Τις ενώνει επίσης η ομοιότητα των ηγετών τους. Αμφότεροι επιβιώνουν επάνω στο ιστορικό αφήγημα των «αδικημένων υπερδυνάμεων». Οι εθνικές τους διηγήσεις είναι γεμάτες από ιστορίες ταπείνωσης στα χέρια της επιθετικής Δύσης. Οι κύριοι αφηγητές αυτών των ιστοριών είναι ο Σι και ο Πούτιν, οι οποίοι μοιράζονται έναν στενό προσωπικό δεσμό (έχουν συναντηθεί πάνω από 40 φορές τα τελευταία 10 χρόνια) και αξίες συγκεντρωτικής εξουσίας, αυταρχικής διακυβέρνησης και εθνικισμού. Και οι δύο βλέπουν την ηγεσία τους και την επιβίωση των πολιτικών τους συστημάτων ως συνώνυμα με την ύπαρξη και την επικράτηση των εθνών τους. Και φυσικά είναι και η γεωπολιτική ανάγκη: Η ιστορική εξέλιξη έφερε τους δύο αυτούς γίγαντες να βρίσκονται ξαπλωμένοι πλάτη-πλάτη, ο ένας κοιτώντας προς τα δυτικά και την Ευρώπη και ο άλλος ανατολικά προς τον Ειρηνικό. Σήμερα και οι δύο έχουν ανοιχτά θέματα στον ορίζοντά τους: Η Ρωσία πολεμάει στην Ουκρανία και η Κίνα παλεύει να επικυρώσει την κυριαρχία της στην περιοχή του Ινδοειρηνικού. Καλύτερα να τα κάνουν όλα αυτά έχοντας τα νώτα τους καλυμμένα.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Η Ρωσία και η Κίνα χωρίζονται από ιστορικές εχθρότητες, εναλλασσόμενη ασυμμετρία ισχύος, ανταγωνισμό σε αλληλοκαλυπτόμενες σφαίρες ενδιαφέροντος και βαθιές πολιτισμικές διαφορές. Έχουν φτάσει στο παρελθόν στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης, με αφορμή εδαφικές διαφορές στην Άπω Ανατολή και συγκεκριμένα τον έλεγχο ενός εντελώς ασήμαντου νησιού. Το «επεισόδιο του Νταμάνσκι», ήρθε σε μια εποχή που οι ηγέτες των δύο κρατών, ο Νικίτα Χρουτσόφ και ο Μάο Τσετούνγκ αντιπαθούσαν βαθιά ο ένας τον άλλον. Η διάσταση ανάμεσα στις δύο χώρες έφερε την προσέγγιση Κίνας και ΗΠΑ, στη δεκαετία του ’70, υπογραμμίζοντας τις συνέπειες που έχουν οι μεταξύ τους σχέσεις στη διεθνή σκακιέρα. Η Σινο-Σοβιετική Συμφωνία Συνόρων του 1991 αναγνώρισε την κινεζική δικαιοδοσία στο νησί, αλλά η αμοιβαία δυσπιστία δεν έσβησε ποτέ. Η τρέχουσα περίοδος ολοκληρωτικής φιλίας μεταξύ των δύο χωρών στην πραγματικότητα είναι μια ιστορική ανωμαλία. Η προς Ανατολάς επέκταση της Ρωσίας αποτελεί διαχρονικά αγκάθι για την Κίνα. Η Ρωσία ήταν πάντα η πιο ισχυρή ανάμεσα στους δύο και τον 19ο αιώνα ανάγκασε την Κίνα σε σειρά από ταπεινωτικές συμφωνίες για τη χάραξη των μεταξύ τους συνόρων. Η Κίνα έχασε τον έλεγχο των βασικών ανατολικών λιμανιών της.
Από το 1949 έως το 1956, η Σοβιετική Ένωση υπήρξε ένας ισχυρός μεγάλος αδερφός για τη νεογέννητη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ενώ, όμως, το Πεκίνο ήταν στην ευχάριστη θέση να λαμβάνει τη σοβιετική βοήθεια, η κινεζική δυσαρέσκεια για τον ρόλο του κατώτερου εταίρου ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση της σχέσης. Τη δεκαετία του 1980 η ισορροπία απεκαταστάθη και το 1989 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επισκέφθηκε την Κίνα. Η επίσκεψη σηματοδότησε την αρχή μιας νέας περιόδου σινο-ρωσικών σχέσεων που χαρακτηρίζεται από διευρυμένο εμπόριο και τουρισμό και αργότερα, με την άφιξη του Πούτιν, συγκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος, ωστόσο, σημαδεύτηκε από μια δραματική αντιστροφή των ρόλων των δύο εταίρων. Η οικονομική άνοδος της Κίνας και η παρακμή της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν μια νέα ασυμμετρία στη σχέση τους, στην οποία η Κίνα είναι πολύ πιο ισχυρή χώρα και εταίρος για τη Ρωσία. Αυτή είναι η περίοδος που ζούμε τώρα. Τον Φεβρουάριο του 2022 ο Πούτιν και ο Σι στάθηκαν μαζί στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου για να ανακοινώσουν μια συνεργασία «χωρίς όρια». Η διατύπωση «χωρίς όρια» έκανε τη Δύση να ανατριχιάσει, τροφοδοτώντας το όραμα μιας αυταρχικής συμμαχίας που θα μπορούσε να καταστρέψει την παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη. Ένα μήνα αργότερα, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Παρ’ ότι δεν ξέρουμε αν ο Σι αιφνιδιάστηκε ή ήξερε τα σχέδια του Πούτιν, από την αρχή της εισβολής το Πεκίνο εξέφρασε την υποστήριξή του στη Μόσχα. Αλλά καθώς η παγκόσμια αντίδραση κατά της εισβολής ξεδιπλώθηκε και οι στρατιωτικές αποτυχίες της Ρωσίας αυξάνονταν, η φράση «χωρίς όρια» εξαφανίστηκε, καθώς το Πεκίνο προσπαθούσε να υποβαθμίσει την υποστήριξή του στον πόλεμο της Μόσχας, χωρίς να εγκαταλείπει όμως τη συμμαχία.
Ενας γόρδιος δεσμός αλληλεξάρτησης
Τόσο ο Σι όσο και ο Πούτιν έχουν μιλήσει επανειλημμένα για την αναγκαιότητα ενός πολυπολικού κόσμου, ορίζοντας την πολυπολικότητα ως μια κατάσταση στην οποία οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο μόνος παγκόσμιος δημιουργός κανόνων
Η Ρωσία δεν συμμερίζεται την κομμουνιστική ιδεολογία της Κίνας. Ο Πούτιν είναι αντικομμουνιστής. Η δυσαρέσκειά του για τον κομμουνισμό δεν έχει τις ρίζες της στην ιδεολογία, αλλά στην κριτική του αξιολόγηση για τα λάθη που έκαναν οι σοβιετικοί ηγέτες και οδήγησαν στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Σι, από την άλλη, έχει κάνει την ενίσχυση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της ιδεολογίας του χαρακτηριστικό της ηγεσίας του. Αυτές οι ιδεολογικές διαφορές δεν αποκλείουν την ευθυγράμμιση των κινεζικών και ρωσικών πολιτικών συστημάτων. Τα συστήματα διακυβέρνησής τους έχουν πολλές ομοιότητες. Η Κίνα και η Ρωσία είναι μονοκομματικά αυταρχικά κράτη με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά και ισχυρή, εξαιρετικά συγκεντρωμένη, εξατομικευμένη ηγεσία.
Τόσο ο Σι όσο και ο Πούτιν έχουν μιλήσει επανειλημμένα για την αναγκαιότητα ενός πολυπολικού κόσμου, ορίζοντας την πολυπολικότητα ως μια κατάσταση στην οποία οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο μόνος παγκόσμιος δημιουργός κανόνων. Είναι, επίσης, ένας κόσμος στον οποίο η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι τα βασικά κριτήρια για τη διεθνή νομιμότητα. Η Κίνα και η Ρωσία είναι εμπορικοί εταίροι. Η Κίνα είναι ο νούμερο ένα προμηθευτής εξοπλισμού, αγαθών και τεχνολογιών στη Ρωσία. Η Ρωσία είναι ένας σημαντικός προμηθευτής ενέργειας, τροφίμων και λιπασμάτων στην Κίνα. Το διμερές εμπόριο επιταχύνθηκε σημαντικά από το 2014, όταν οι δυτικές κυρώσεις επιβλήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρωσία λόγω της Κριμαίας, και αυξήθηκε ξανά το 2022, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με την Κίνα να λειτουργεί ως οικονομικός σωτήρας για τη Ρωσία. Η Ρωσία, όμως, παραμένει ένας σχετικά μικρός εμπορικός εταίρος της Κίνας, καταλαμβάνοντας τη 16η θέση το 2022. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, αλλά είναι και ένας παγκόσμιος οικονομικός γίγαντας και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για περισσότερες από 120 χώρες. Η οικονομική της σχέση με τη Ρωσία ωχριά σε σύγκριση με το εμπόριο της Κίνας με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία.
Στον αμυντικό τομέα, η αναζήτηση της Κίνας και της Ρωσίας για στρατηγική αυτονομία πιθανότατα θα τις αποτρέψει από το να γίνουν επίσημοι στρατιωτικοί σύμμαχοι. Αλλά δεν τις εμπόδισε να οικοδομήσουν μια στενή αμυντική σχέση. Η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών εκτείνεται σε τρεις βασικούς τομείς: κοινές ασκήσεις, πωλήσεις όπλων και στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία. Οι κακές επιδόσεις του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία αποδυνάμωσαν την αμυντική συνεργασία. Ωστόσο, καθώς τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία αντιμετωπίζουν πιέσεις από τη Δύση, μπορεί να εκπλαγούμε πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν στην ευθυγράμμιση της άμυνάς τους.
Η κινεζική οικονομία είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ρωσίας. Αυτή η ασυμμετρία έχει δημιουργήσει δυσαρέσκεια στη Ρωσία, η οποία θεωρεί τον εαυτό της υπερδύναμη. Η αυξανόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα, η συνεχιζόμενη παρακμή της ρωσικής οικονομίας ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία και η αδυσώπητη εκμετάλλευση των ρωσικών αδυναμιών από την Κίνα μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις που ούτε ο Σι ούτε ο Πούτιν θα μπορέσουν να συγκρατήσουν. Η Κεντρική Ασία, όπου κινεζικά και ρωσικά συμφέροντα συγκρούονται και συνυπάρχουν, αλλά και η μάχη για οικονομική εκμετάλλευση της Αρκτικής, ίσως στο μέλλον αποτελέσουν πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών. Η μακροπρόθεσμη τροχιά για τη σχέση Κίνας – Ρωσίας είναι αβέβαιη. Καθώς η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ τους μεγαλώνει, η Ρωσία μπορεί να αισθανθεί ότι απειλείται από την Κίνα. Το μόνο ισχυρό αντίβαρο στην κινεζική δύναμη για τη Ρωσία θα είναι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την προσέγγιση της Ρωσίας με τη Δύση τώρα, αλλά τα συμφέροντα και οι συμμαχίες αλλάζουν. Ομοίως, για την Κίνα, οι κίνδυνοι της εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία μπορεί κάποια στιγμή να υπερβούν τα οφέλη. Τι θα γίνει μετά, είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί.