Πρώτα και κύρια στο στόχαστρο του Ισραήλ βρέθηκε η Γάζα. Μετά ήρθε η Δυτική Οχθη και έπειτα ο Λίβανος. Τρία πλήρως ανοιχτά μέτωπα μέσα σε ένα χρόνο. Ενδιάμεσα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη μακρά διάρκεια της αδιάκοπης σφαγής στη Λωρίδα της Γάζας, το Ισραήλ έχει χτυπήσει στην Υεμένη εναντίον των Χούθι, έχει πλήξει στόχους στη Συρία και πέρα από στρατιωτικές επιχειρήσεις έχει κάνει δολοφονίες ακόμη και μέσα στο Ιράν. Η ισραηλινή «πολιτική» πλέον στην περιοχή περιγράφεται, από την ίδια την κυβέρνηση της χώρας, ως «ο πόλεμος των επτά μετώπων».
Από τις ισραηλινές επιθέσεις σε σημαντική έκταση της Μέσης Ανατολής σε αυτό το έτος είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες δεν είναι μόνο οι οργανώσεις, οι αξιωματούχοι, οι διοικητές και τα στελέχη τους, αλλά σε δυσανάλογο βαθμό κυρίως υποφέρουν οι άμαχοι. Το γεγονός ότι μόνο στη Γάζα μέσα σε ένα χρόνο έχουν χάσει τη ζωή τους περίπου 42.000 άτομα, στη Δυτική Οχθη άλλοι 700 και στον Λίβανο τις τελευταίες εβδομάδες οι νεκροί άμαχοι αυξάνονται ραγδαία φτάνοντας τις 2.000 καταδεικνύει ότι η ακροδεξιά κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου όχι μόνο αδιαφορεί για την προστασία των αμάχων, αλλά προωθεί σταθερά το σχέδιό της για την περιοχή ποντάροντας στον τρόμο, στη φρίκη και στο αίμα.
Ανά διαστήματα τόσο ο Νετανιάχου όσο και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του, της πιο ακροδεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας, έχουν επαναλάβει τη γενική κατεύθυνση που είχε δώσει ο ίδιος δύο μέρες μετά την επίθεση της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου.
«Η απάντησή μας θα αλλάξει τη Μέση Ανατολή»
«Η απάντησή μας στην επίθεση θα αλλάξει πλήρως τη Μέση Ανατολή» είχε πει στις 9 Οκτωβρίου σε δημόσια ομιλία του ο Ισραηλινός πρωθυπουργός. Πάνω σε αυτήν τη δήλωση, αλλά και με στόχο να διαλύσει την προηγούμενη ισορροπία δυνάμεων, η ισραηλινή ηγεσία επί 365 ημέρες ξεδιπλώνει το σχέδιό της, που έχει στην καρδιά του την επέκταση της χώρας και της επιρροής της, με την παράλληλη εξαφάνιση των οργανώσεων του «άξονα της αντίστασης» και την αποδυνάμωση της επιρροής της Τεχεράνης και του ίδιου του καθεστώτος.
Η «μάχη» του Νετανιάχου κατά του Ιράν και των οργανώσεων-δορυφόρων του βέβαια μετράει σχεδόν δύο δεκαετίες. Ηταν το 2005-06 που στις ΗΠΑ ξεκίνησε να συζητείται έντονα (μετά τις εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν) το πρόβλημα του Ιράν και του πυρηνικού του προγράμματος. Πολλά στοιχεία σχετικά με αυτό άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στον αμερικανικό Τύπο και αρκετοί διάσημοι τότε (όπως ο πανεπιστημιακός και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι) εξέφρασαν δημόσια την αντίθεσή τους στη δημιουργία πολεμικού κλίματος κατά του Ιράν.
Ο Νετανιάχου από τότε έσπρωχνε την ατζέντα μιας πολεμικής αντιπαράθεσης με το Ιράν, όμως υποχρεώθηκε να πιει το πικρό ποτήρι της διακυβέρνησης Ομπάμα και της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά (JCPOA) και αναγκάστηκε να ρίξει τους τόνους, παρά την εμπρηστική ανά διαστήματα ισραηλινή πολιτική – επιθέσεις με λογισμικά τύπου Stuxnet στις ίδιες τις εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος ή δολοφονίες κορυφαίων Ιρανών επιστημόνων. Ομως, όπως όλα καταμαρτυρούν, ο «Μπίμπι», παρά τα πισώπλατα μαχαιρώματα εντός του Λικούντ αλλά και τις πιέσεις των Αμερικανών για να… εκπαραθυρωθεί από το πολιτικό σύστημα του Ισραήλ με αφορμή τη δυσωδία της διαφθοράς που αποπνέει ο ίδιος, δεν έθαψε το τσεκούρι του πολέμου.
Η 7η Οκτωβρίου τού έδωσε το πάτημα
Η επίθεση της Χαμάς, την οποία όλο το προηγούμενο διάστημα χρηματοδοτούσε ο ίδιος απευθείας δίνοντας βάσει συμφωνιών κονδύλια στην κυβέρνηση της Λωρίδας της Γάζας, όχι μόνο του έδωσε την αφορμή να επιτεθεί με ισοπεδωτική μανία στη Γάζα, αλλά του έδωσε και το πάτημα που ήθελε για να παρουσιάσει το αφήγημα το οποίο διακινείται πιο έντονα τον τελευταίο χρόνο, ότι το Ισραήλ αναγκάζεται να δώσει έναν πόλεμο σε επτά μέτωπα (Γάζα, Δυτική Οχθη, Υεμένη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ και Ιράν). Με αυτό τον τρόπο ο Νετανιάχου, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την αμετακίνητη στήριξη των ΗΠΑ σε υλικούς όρους σε συνδυασμό με το τεχνολογικό προβάδισμα που έχει η χώρα του και την επιχειρησιακή αρτιότητα των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών, κατάφερε να προετοιμάσει το έδαφος για να φτάσει σε αυτό που ήθελε ήδη περίπου είκοσι χρόνια πριν: την αναμέτρηση με την ιρανική ηγεσία και το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης. Το χρονικό πλαίσιο και η γεωπολιτική κατάσταση είναι ιδανικά για την ισραηλινή κυβέρνηση να κλείσει όλα τα ανοιχτά θέματα που έχει ακόμη στη Μέση Ανατολή. Η ισοπέδωση της Γάζας, πέρα από δηλώσεις καταδίκης, μια δειλή διπλωματική απομάκρυνση των αραβικών χωρών της περιοχής από το Ισραήλ και το πάγωμα της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων που προβλεπόταν στις Συμφωνίες του Αβραάμ, δεν προκάλεσε την κινητοποίηση των σουνιτών.
Αντίθετα, το μόνο που εμποδίζει ακόμη την κυβέρνηση Νετανιάχου να ολοκληρώσει την πλήρη απομάκρυνση από το τραπέζι της λύσης των δύο κρατών είναι ο «άξονας της αντίστασης» και το Ιράν. Αυτός είναι και ο λόγος που το Ισραήλ θέλει να τελειώνει με αυτό τον «άξονα του κακού» όπως τον αποκαλεί. Είναι ενδεικτικό ότι η σιιτική επιρροή στην περιοχή και η στήριξη της Τεχεράνης στην Παλαιστίνη και σε οργανώσεις όπως η Ισλαμική Τζιχάντ και η Χαμάς (παραδοσιακά είναι άλλου μουσουλμανικού δόγματος, σουνιτική) έχει φέρει σημαντικά αποτελέσματα ως προς το θέμα του προσηλυτισμού στον τοπικό πληθυσμό.
Αντίστοιχα, ένα στοιχείο που αποκαλύπτει γιατί ο Νετανιάχου κλιμακώνει τώρα την αντιπαράθεσή του συνολικά με το σιιτικό στοιχείο και τις οργανώσεις σε όλη την περιοχή είναι πως η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκεται ίσως στη χειρότερη δυνατή θέση στην οποία έχει υπάρξει αμερικανική κυβέρνηση όσον αφορά την παρουσία της στη Μέση Ανατολή εδώ και πολλά χρόνια. Η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ της ισραηλινής ηγεσίας και αυτής του Μπάιντεν παραπέμπει σε αυτήν του παιδιού που ξεπέρασε τον πατέρα του και παρότι ακολουθεί σε ένα βαθμό τη δυναμική που υπήρχε μεταξύ των δύο πλευρών επί Ομπάμα, πρόκειται για την ουσιαστική αντιστροφή της. Επίσης, είναι μάλλον η ακριβώς αντίθετη δυναμική μεταξύ Νετανιάχου – Τραμπ, δηλαδή όταν ο Αμερικανός πρόεδρος έμοιαζε περισσότερο με… γιο του Νετανιάχου, όπως φάνηκε και με τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ το 2018 επί Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Πώς κατάφερε να εγκλωβίσει τις ΗΠΑ
Ο Νετανιάχου κάνει ό,τι κάνει στην περιοχή με τις πλάτες των αμερικανικών δυνάμεων, των όπλων που παίρνει και των βέτο στον ΟΗΕ, από την άλλη όμως δεν δέχεται να συμφωνήσει στην προώθηση της ισραηλινής πολιτικής σύμφωνα με τις αμερικανικές κατευθύνσεις. Σε κρίσιμα σημεία, όπως επί παραδείγματι στις συζητήσεις για την εκεχειρία στη Γάζα, ο Νετανιάχου έχει «αδειάσει» επανειλημμένως την κυβέρνηση Μπάιντεν. Κάθε φορά που το έκανε αυτό έκανε και ένα βήμα πιο κοντά σε μια απευθείας σύγκρουση με το Ιράν. Ετσι κατάφερε να εγκλωβίσει τις ΗΠΑ και να τις αναγκάσει να πάρουν ενεργό ρόλο στη σύγκρουση, όπως εξάλλου φάνηκε και από τις καταρρίψεις ιρανικών πυραύλων από αμερικανικές δυνάμεις στην πρόσφατη επίθεση της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ με εκατοντάδες υπερηχητικούς βαλλιστικούς πυραύλους.
Το μέλλον της σύγκρουσης και το εάν ο κόσμος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια μεγάλου μεγέθους περιφερειακή σύγκρουση εξαρτάται από την ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου. Η συνέχεια των σχεδιασμών μένει να φανεί.
Στις μάχες δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες
Στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει και διευρύνεται μέρα με τη μέρα στη Μέση Ανατολή, παρά τις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας προς το Ισραήλ να αποκλιμακώσει και να συνάψει συμφωνίες εκεχειρίας, η ισραηλινή ηγεσία έχει κινητοποιήσει πάνω από 360.000 εφέδρους. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 71% του συνολικού αριθμού των στρατιωτών του, ο οποίος τελικά φτάνει τους περίπου 529.000 στρατιώτες.
Στις πρώτες μέρες της εισβολής στη Γάζα μεγάλο μέρος των δυνάμεων αυτών είχε συγκεντρωθεί περιμετρικά της Λωρίδας και εισέβαλε μαζικά από τα διάφορα συνοριακά περάσματα. Εκτοτε σταδιακά ο αριθμός των στρατιωτών που επιχειρούν στη Γάζα έχει μειωθεί δραματικά, με κάποιους ειδικούς να εκτιμούν ότι καθημερινά στον παλαιστινιακό θύλακα σε θέση μάχης βρίσκονται περίπου 15.000 στρατιώτες, με τον αριθμό να αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Η κάμψη που επήλθε σταδιακά για αυξημένη παρουσία στρατιωτών στη Γάζα έδωσε τη δυνατότητα στη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ να αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις και πόρους στα υπόλοιπα έξι μέτωπα της σύγκρουσης. Ετσι, περί τα μέσα του καλοκαιριού οι δυνάμεις του στρατού στη Δυτική Οχθη είχαν φτάσει περίπου τις 2.500 μόνιμη δύναμη, ενώ ανάλογα με τις επιχειρήσεις αναπτύσσονταν και αναπτύσσονται (σε Τζενίν και Ναμπλούς) κι άλλοι.
Με την απόφαση που ελήφθη για την εισβολή στον Λίβανο, στα βόρεια σύνορα τις τελευταίες εβδομάδες έχουν μετακινηθεί πάνω από 50.000 στρατιώτες (κυρίως ταξιαρχίες και μεραρχίες από τη Γάζα), ενώ υπό τη Βόρεια Διοίκηση μόνιμα βρίσκονται περίπου 100.000 στρατιώτες. Σύμφωνα με τους ειδικούς το γεγονός ότι οι ισραηλινές δυνάμεις αναγκαστικά έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο εύρος δημιουργεί διάφορα θέματα επιμελητείας στις διοικήσεις, που όμως μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχουν προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα.
Για τα μέτωπα που βρίσκονται πιο μακριά από εκεί που μπορεί να φτάσει το πεζικό και οι χερσαίες δυνάμεις το Ισραήλ βασίζεται κυρίως στην αεροπορία του, στην οποία υπηρετούν συνολικά 89.000 άτομα και διαθέτει πάνω από 614 αεροσκάφη διάφορων τύπων και ρόλων. Η ελπίδα πλέον είναι ότι δεν θα παρακολουθήσουμε περαιτέρω μετακινήσεις στρατευμάτων προς τα μέτωπα ή άλλες κινήσεις κλιμάκωσης.
Πηγή: documentonews.gr