Την τελευταία του πνοή άφησε σήμερα, σε ηλικία 86 ετών, στο νοσοκομείο του Μιλάνου όπου νοσηλευόταν, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Νωρίτερα, όλα τα παιδιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, εκτός από τον μικρότερο Λουίτζι, έφτασαν στο νοσοκομείο San Raffaele στο Μιλάνο, όπου ο ηγέτης της Forza Italia είχε εισαχθεί ξανά την Παρασκευή.
Ο οργανισμός του είχε εξασθενίσει τους τελευταίους μήνες εξαιτίας χρόνιας μορφής λευχαιμίας. Γενικά ο Μπερλουσκόνι υπέφερε από κακή υγεία για χρόνια, από εγχείρηση καρδιάς το 2016 έως και τη νοσηλεία του το 2020 για κορονοϊό.
Ο ιταλός υπουργός Άμυνας Γκίντο Κροζέτο δήλωσε πως ο θάνατος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αφήνει ένα «τεράστιο κενό» επειδή ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. «Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Αντίο Σίλβιο», έγραψε ο Κροζέτο στο Twitter.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν Ιταλός μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, που υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011. Ήταν ακόμη Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 όπου και παραιτήθηκε προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά, το 2013. Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017 ιδιοκτήτης της Ιταλικής ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΚ Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Τον Ιανουάριο του 1994 κάνει την μεγάλη στροφή: από τον επιχειρηματικό τομέα, ο Μπερλουσκόνι επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, με την ίδρυση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια. Αιτιολογεί την απόφασή του αυτή δηλώνοντας ότι «υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών». Πολλοί αναλυτές, όμως, θεώρησαν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η ευρύτερη ιταλική πραγματικότητα, με τη δικαστική Έρευνα «Καθαρά Χέρια» η οποία, τη συγκεκριμένη περίοδο, είχε ως κύριο αντικείμενο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας, με την αποκάλυψη ευρύτατου πλέγματος διαφθοράς.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γνωστός και ως «Καβαλιέρε» (από τον τιμητικό τίτλο του ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας) ορκίσθηκε πρωθυπουργός τέσσερις φορές, αφού υπερίσχυσε, με την κεντροδεξιά συμμαχία, στις βουλευτικές εκλογές του 1994, του 2001 (έπειτα από τέσσερα παραιτήθηκε και του δόθηκε νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) και του 2008. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο κυριότερος αντίπαλός του, ήταν ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι.
Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός καταδικάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης (τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία) λόγω φορολογικής απάτης στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή. Ο «μίστερ τιβί» εξέτισε «εναλλακτική ποινή» δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.
Τεράστιο ενδιαφέρον, σε διεθνές επίπεδο, προκάλεσαν οι δίκες για τα λεγόμενα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Δεν προέκυψε, όμως, κάποια οριστική καταδίκη ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής. Μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ’ Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην δεκαετία του ’90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του. Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.