Βούλευμα – καταπέλτη εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας για τη Ρούλα Πισπιρίγκου. Ο πρόεδρος Πλημμελειοδικών, Γεώργιος Κασίμης και οι πλημμελειοδίκες Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος και Θεοδώρα Τραϊανίδου παραπέμπουν την 33χρονη προφυλακισμένη για διπλή απόπειρα ανθρωποκτονίας της 9χρονης Τζωρτζίνας τόσο στο νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» τον Ιανουάριο του 2022, όσο και στο «Καραμανδάνειο» της Πάτρας τον Απρίλιο του 2021. Οι κατηγορίες είναι σε βαθμό κακουργήματος, ενώ οι τρεις δικαστές εισηγήθηκαν να παραταθεί η κράτηση της Πισπιρίγκου, διότι «είναι ύποπτη τέλεσης νέων, όμοιων αξιόποινων πράξεων ακόμη και κατά των δικών της ανθρώπων».
Σύμφωνα με το δικαστικό συμβούλιο, η απόπειρα ανθρωποκτονίας του Τζωρτζίνας έγινε και πάλι πιθανότατα με τη χορήγηση κεταμίνης. Δηλαδή, αυτό που δέχονται οι δικαστές είναι ότι η κατηγορουμένη και την πρώτη φορά προσπάθησε να σκοτώσει την κόρη της όχι με ασφυκτικό θάνατο αλλά με κεταμίνη, χωρίς ωστόσο να το καταφέρει λόγω της άμεσης επέμβασης των γιατρών.
«Η κινητροδότηση της κατηγορούμενης ως προς την εκπόρευση της ως άνω εξακολουθητικής αξιόποινης συμπεριφοράς της ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα / διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα / διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα / φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης…», ανέφερε το βούλευμα για να αποδώσει ως κίνητρο στην Πισπιρίγκου την εμμονή της με τον πρώην σύζυγό της, Μάνο Δασκαλάκη.
Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου κατέληξαν στο παραπάνω συμπέρασμα αξιολογώντας τις καταθέσεις γιατρών και ειδικών. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο σκεπτικό τους αναφέρουν πως ο αποκλεισμός της μύτης και του στόματος δεν είναι πρόσφορος τρόπος ώστε να προκληθεί ανακοπή. Κατά τους δικαστές η 33χρονη χορήγησε μη επακριβώς ταυτοποιήθησα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα η ουσία αυτή να είναι κεταμίνη. Μία ουσία που συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και η οποία επέφερε πτώση των αφίξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο.
Σε ό,τι αφορά στον θάνατο του παιδιού στο νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», το δικαστικό συμβούλιο, υιοθέτησε την πρόταση του εισαγγελέα Γιώργου Νούλη και αποφάνθηκε ότι Ρούλα Πισπιρίγκου τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Σύμφωνα με το βούλευμα, η 33χρονη χορήγησε τη θανατηφόρα ουσία στην κόρη της στις 29 Ιανουαρίου μέσα στο νοσοκομείο Παίδων, ενώ ήταν μόνη της στο δωμάτιο μαζί της.