Ποινική δίωξη σε βάρος του γενικού γραμματέα πολιτικής προστασίας Βασίλη Παπαγεωργίου, του πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κωνσταντίνου Αγοραστού, του διευθυντή της διεύθυνσης αστυνομίας Λάρισας Αγάπιου Χαρακόπουλου και του συντονιστή επιχειρήσεων των πυροσβεστικών δυνάμεων Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας Ευάγγελου Φαλάρα (θέσεις που κατείχαν την επίμαχη περίοδο) άσκησε η εισαγγελέας εφετών Λάρισας για πράξεις που αφορούν την αυθαίρετη παρέμβαση στο χώρο του δυστυχήματος στα Τέμπη με αποτέλεσμα κρίσιμα στοιχεία να χαθούν και να αλλοιωθεί ο τόπος του εγκλήματος.
Η νέα ποινική δίωξη για την πράξη της παράβαση καθήκοντος κατά συναυτουργία τελούμενης και διά παραλείψεως προέκυψε μετά από μηνύσεις συγγενών θυμάτων που είχαν οδηγήσει την αντεισαγγελέα εφετών να ξεκινήσει συμπληρωματική έρευνα για να αποκαλύψει ποια ήταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που εμπλέκονταν στην αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος και ποιοι ήταν αυτοί που επέτρεψαν αλλά και έδωσαν την εντολή για κάτι τέτοιο.
Στην διάταξη αναφέρεται ρητά πως «ως προς τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος για ποινική ευθύνη του τότε Υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργό Χρήστου Τριαντόπουλου, αλλά και άλλων κυβερνητικών στελεχών οι οποίοι φέρεται να συντόνιζαν άτυπα όλες τις επιχειρήσεις των αρμόδιων εμπλεκόμενων υπηρεσιών, ενόψει και της φυσικής τους παρουσίας στον τόπο του δυστυχήματος» έχει ήδη παραγγελθεί η υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να πάρει όπως ορίζει ο νόμος το δρόμο για τη Βουλή.
Σε διάφορα σημεία της διάταξης της εισαγγελέα εφετών Λάρισας περιγράφονται οι αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων, ενώ γίνεται σαφές πως δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η απόφαση για την εγκληματική, όπως αποδείχτηκε, επέμβαση στο χώρο του εγκλήματος δεν προέκυψε από τις συνεδριάσεις του συντονιστικού οργάνου πολιτικής προστασίας (ΣΟΠΠ). Αναγνωρίζεται, επίσης, «ότι έγιναν ενέργειες άτυπα και χωρίς έγκριση από κάποια επίσημη αρχή, οι οποίες συνίσταντο στην απομάκρυνση σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος, ώστε να καθίσταται δυσχερής αν όχι αδύνατη η πλήρης συγκέντρωση και αξιοποίηση όλων των ευρημάτων προκειμένου να εντοπιστούν οι αιτίες του δυστυχήματος και συνακόλουθα οι πράξεις και παραλείψεις των υπαιτίων που αιτιακά οδήγησαν σε αυτό».
Μάλιστα, «είναι προφανές ότι καμία νόμιμη απόφαση δεν ελήφθη για την απομάκρυνση αυτού του αποδεικτικού υλικού, ούτε καταγράφηκε σε οποιοδήποτε έγγραφο αυτή η ενέργεια, και μάλιστα είναι άξιον απορίας πώς μεταφέρθηκαν με φορτηγά τόνοι αδρανών υλικών από το σημείο, μολονότι ο χώρος φυλάσσονταν από αστυνομικές δυνάμεις σε 24ωρη βάση και οι αρμόδιοι στο σημείο φορείς, ήτοι ο αστυνομικός διευθυντής Λάρισας και ο συντονιστής πυροσβεστικών δυνάμεων Ευάγγελος Φαλάρας, δεν αντιλήφθηκαν την αυθαίρετη αυτή μεταφορά και συνακόλουθη αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος».
Συνεχίζοντας το νομικό σκεπτικό αναλύει τις ευθύνες καθενός από τους τέσσερις κατηγορούμενους, εξηγώντας πως ενήργησαν «στο πλαίσιο κοινής τους δράσης και κατόπιν συναπόφασης τους, κατά παράβαση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων βάσει των προεκτεθέντων και χωρίς να ζητήσουν τη συναίνεση των αρμόδιων κατ’ άρθρο 251 ΚΠΔ δικαστικών αρχών».
Για τον Ευάγγελο Φαλάρα αναφέρεται πως ήταν αυτός που «έδωσε εντολή στον διαχειριστή της ως άνω επιχείρησης να απομακρύνει από τον τόπο του εγκλήματος 300 περίπου κυβικά χώματος και αδρανών υλικών», για τους υπόλοιπους τρεις, τον γενικό γραμματέα κ. Παπαγεωργίου, τον αστυνομικό διευθυντή κ. Χαρακόπουλο και για τον πρώην περιφερειάρχη κ. Αγοραστό πως «δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια προκειμένου να αποτρέψουν την ενέργεια αυτή μολονότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, παρεμβαίνοντας έτσι αυθαίρετα και αλλοιώνοντας τον τόπο του συμβάντος και τον πέριξ αυτού χώρο» και επισημαίνει η εισαγγελέας τα εξής:
«είχαν δε ως σκοπό, δυσχεραίνοντας τις έρευνες για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, να επέμβουν αθέμιτα στην εν εξελίξει ανακριτική διαδικασία, από την οποία προέκυπταν ποινικές ευθύνες για συγκεκριμένα πρόσωπα με αφορμή το βιοτικό συμβάν του προαναφερθέντος σιδηροδρομικού ατυχήματος, προς τον σκοπό προσπορισμού παράνομου ηθικού οφέλους στους δράστες των διερευνώμενων αδικημάτων, που συνίσταται στην μη έγκαιρη και ουσιαστική αξιοποίηση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού και των ευρημάτων που υπήρχαν στο τόπο τέλεσης, δοθέντος μάλιστα ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η διεξαγωγή των αναγκαίων ερευνών, η αναζήτηση πειστηρίων, η συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων, ενώ ακόμη δεν είχαν εντοπιστεί όλες οι σωροί των θυμάτων, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και αγνοούμενοι».
Καταπέλτης είναι και η φράση που αναφέρει πως η συμπεριφορά τους «ήταν αντικειμενικά πρόσφορη να περιποιήσει το πιο πάνω όφελος, αφού σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε απ’ αυτούς με τέτοιο τρόπο (δια της απομάκρυνσης αυθαίρετα από το σημείο σορών αδρανών υλικών που περιείχαν πειστήρια (προσωπικά αντικείμενα των επιβατών) αλλά και εκμεταλλεύσιμο βιολογικό υλικό που ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για την ταυτοποίηση κάποιων εκ των θυμάτων του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος) που επέφερε αλλοιώσεις στο τόπο του ατυχήματος, ικανές να δυσχεράνουν τις έρευνες και τη συλλογή ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων από τις ανακριτικές αρχές καθώς και την ματαίωση της εξασφάλισης των ιχνών του εγκλήματος».
Σημειώνεται πως η εισαγγελέας δεν δέχεται το σκέλος (της μήνυσης και της μετέπειτα προσφυγής συγγενή) που επέρριπτε ευθύνη για τα μέλη του ΣΟΠΠ που συνεδρίασε κατά τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα και ως εκ τούτου το απορρίπτει.
Πηγή: documentonews.gr