Την οργή τους, για το υπόμνημα των Αντώνη Σαμαρά, Ευάγγελου Βενιζέλου, Δημήτριου Αβραμόπουλου, Σπυρίδωνα Γεωργιάδη, Ιωάννη Στουρνάρα και Ανδρέα Λοβέρδου, εξέφρασαν ο Δημήτριος Τσοβόλας και η Λυδία Τσοβόλα. Οι συνήγοροι του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου δεν μπορούν να χωνέψουν ότι οι πέντε Έλληνες πολιτικοί και ο διοικητ΄ής της Τράπεζας της Ελλάδας, αντί να ασχολούνται με το πώς θα αποζημιωθεί η Ελλάδα, για τη δράση της Novartis, που ομολογήθηκε από την πολυεθνική στον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βγάλουν στη δημοσιότητα τα ονόματα των προστατευόμενων μαρτύρων. Γι’ αυτό προχώρησαν οι δύο νομικοί σε μία δήλωση, που αρχίζει με την εύλογη απορία, για τη διαρροή του υπομνήματος, που εστάλη στο Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο.
«Οργή και αγανάκτηση προκαλεί η αποστολή και το απαράδεκτο και παράνομο περιεχόμενο του ανωτέρω υπομνήματος που προφανώς εξυπηρετεί προθέσεις και εξωθεσμικούς σχεδιασμούς εκ μέρους των αιτούντων.
Κατ’ αρχάς με ποια ιδιότητα παρεμβαίνουν στην ανακριτική διαδικασία, αφού δεν είναι διάδικοι, δεδομένου ότι ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών δεν επιτρέπει την παράσταση για στήριξη κατηγορίας; Οι κύριοι αυτοί, για κάποιους από τους οποίους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή είναι σε εκκρεμότητα η υπόθεσή τους στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, έχουν κληθεί από την κ. Ανακρίτρια και έχουν καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρες και μόνο και όχι ως παραστάντες για στήριξη της κατηγορίας. Επομένως δικαιούνται και υποχρεούνται να καταθέσουν όσα γνωρίζουν εξ ιδίας αντιλήψεως ή από πληροφορίες προερχόμενες από συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν έχουν κατά συνέπεια δικαίωμα να παρεμβαίνουν στο έργο της Δικαιοσύνης και να υποβάλλουν αιτήματα, παρεμποδίζοντας έτσι το έργο της Ανάκρισης και αποσκοπώντας στον επηρεασμό της κρίσης των αρμοδίων δικαστικών οργάνων (άρθρο 15 παρ. 5 του Ν. 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης Υπουργών και Α.Π. 286/2019).
Το πιο τραγικό όμως στο ανωτέρω υπόμνημα είναι ότι πρώην Πρωθυπουργός, πρώην και νυν Υπουργοί και καθηγητές νομικής σχολής, αναγράφουν ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες έχουν καταθέσει σε βάρος τους στην υπόθεση “για το υποτιθέμενο σκάνδαλο NOVARTIS”. Δηλαδή για τους ανωτέρω υπογράφοντες το υπόμνημα δεν υπάρχει σκάνδαλο NOVARTIS; Βεβαίως αυτή φαίνεται ότι είναι η αντίληψή τους ακόμη και σήμερα, γι’ αυτό η Κυβέρνηση από ότι πληροφορούμαστε δεν έχει κάνει αγωγή αποζημίωσής κατά της NOVARTIS, παρότι η τελευταία ομολόγησε εγγράφως στις ΗΠΑ ότι δωροδόκησε αξιωματούχους στην Ελλάδα και εισέπραξαν οι τελευταίες (ΗΠΑ) τετρακόσια πενήντα εκατομμύρια δολάρια.
Επίσης γι’ αυτό δεν δήλωσε ακόμη το ελληνικό δημόσιο παράσταση για στήριξη των κατηγοριών για τις εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις που αφορούν το σκάνδαλο αυτό, παρότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με το 2485/23.12.2020 πρακτικό του, ομόφωνα γνωμοδότησε υπέρ της διενέργειας των ανωτέρω πράξεων.
Ακόμη προκλητικό και παράνομο είναι το αναγραφόμενο στο ανωτέρω υπόμνημα ότι “ενόψει των ανωτέρω και της προφανούς άμεσης συμμετοχής των ως άνω ψευδομαρτύρων στην τέλεση των ερευνώμενων αδικημάτων από τον Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, τότε αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης και την Ελένη Τουλουπάκη, δεδομένου ότι οι εν λόγω μάρτυρες αποτέλεσαν τα βασικά όργανα με τα οποία οι ως άνω κατηγορούμενοι (δηλ. ο Δ. Παπαγγελόπουλος και Ε. Τουλουπάκη) διέπραξαν τα αδικήματα για τα οποία ανακρίνονται…”.
Βεβαίως γνωρίζουν λόγω της ιδιότητάς τους όλοι οι ανωτέρω εξ (6) παρανόμως παρεμβαίνοντες ότ σύμφωνα με το άρθρο 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του ν. 4620/2019, του Ν 4596/2019 «πρωτόκολλο Σύμβασης Προάσπισης των Δικαιωμάτων /οδηγ. 2016/343/τεκμήριο αθωότητας κλπ. οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο. Επίσης ότι “ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας του από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται, κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν την δικαστική κρίση της υπόθεσης”.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι ανωτέρω, βρισκόμενοι σε δεινή επικοινωνιακή θέση, μετά την πρόσφατη εξέλιξη της περίπτωσης του φερόμενου ως βασικού μάρτυρα αντιεισαγγελέα του Α.Π. στην υπόθεση κατά Δημ. Παπαγγελόπουλου, οπότε και άρχισε η αποκάλυψη της σκευωρίας και εν όψει του κινδύνου να αντιστραφούν τελείως τα πράγματα, παρανόμως χωρίς να έχουν τέτοιο δικαίωμα, επιδιώκουν στην κρίσιμη αυτή φάση να παρέμβουν και να επηρεάσουν την κρίση του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου (θέλουμε να πιστεύουμε αστόχως) και επιπλέον να δημιουργήσουν ψευδή εικόνα στο κοινό.
Κατά τα άλλα έχουν το “θάρρος”, που πηγάζει από την άσκηση εξουσίας, να κατηγορούν τον Δημ. Παπαγγελόπουλο για παρέμβαση δήθεν στην Δικαιοσύνη, επειδή εστάλησαν οι φάκελοι των δέκα πολιτικών προσώπων στη Βουλή, όπως είχε υποχρέωση εκ του Συντάγματος και του νόμου περί ποινικής ευθύνης Υπουργών να πράξει, η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, μετά από πλειάδα μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων αλλοδαπών Αρχών που βρίσκονται στη δικογραφία.
Δάσκαλοι που δίδασκαν κα νόμο δεν εκράτουν!», ανέφεραν ο Δημήτρης Τσοβόλας και η Λυδία Τσοβόλα.