Την ανάγκη να χαραχθεί, από την Ελλάδα, μία νέα στρατηγική επισήμανε ο Γιώργος Κατρούγκαλος με άρθρο του στον news247.gr. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι οι εξελίξεις στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα δημιουργούν ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον και κατά συνέπεια απαιτείται ανασχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής από τη χώρα μας.
«Η επικείμενη σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θέτει εκ νέου επί τάπητος το θέμα των ελληνοτουρκικών αλλά και των ευρωτουρκικών σχέσεων. Μολονότι το κύριο επικαιρικό ζήτημα είναι για την χώρα μας η ανάγκη λήψης -επιτέλους- επαρκών ισχυρών ευρωπαϊκών κυρώσεων για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας, θα ήταν λάθος να μην εντάξουμε το αίτημα αυτό σε μια συνεκτική στρατηγική, ενόψει των νέων γεωπολιτικών εξελίξεων και διεργασιών που ενεργοποιεί η εκλογή Μπάιντεν.
Κεντρικό στρατηγικό διακύβευμα των εξελίξεων αυτών είναι η θέση της Ευρώπης στο νέο πολυκεντρικό σύστημα διεθνών σχέσεων που διαδέχθηκε τον διπολισμό του ψυχρού πολέμου και την αμερικανική κυριαρχία που τον ακολούθησε. Σχηματικά, οι δύο εναλλακτικές που διαμορφώνονται είναι αφενός η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και αφετέρου η επαναφορά απλώς των ευρωατλαντικών σχέσεων στην προ Τραμπ εποχή, με αποδοχή της αμερικανικής ηγεμονίας σε θέματα ευρωπαϊκής άμυνας. Τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ συζητούνται αυτή την περίοδο κείμενα στρατηγικής που αναδεικνύουν παραλλαγές των δύο αυτών εναλλακτικών. Η αντιπαράθεση πήρε μάλιστα ιδιαίτερα εξωστρεφή χαρακτήρα, ασυνήθιστο σε επίπεδο διπλωματικών σχέσεων, με την ανταλλαγή ισχυρών κριτικών σχολίων μεταξύ του Προέδρου Μακρόν και της Γερμανίδας Υπουργού Άμυνας.
Η γαλλική θέση, σύνθεση γκωλικών και μιτερανικών θεωρήσεων, στρέφεται γύρω από την έννοια της «Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας», με δύο κύρια χαρακτηριστικά: πρώτον, ενίσχυση της φωνής της ΕΕ στο εξωτερικό, μέσω ενιαίας και εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής, διακριτής από αυτή των ΗΠΑ και δεύτερον, αυτόνομη έναντι του ΝΑΤΟ ευρωπαϊκή άμυνα με κανονιστική βάση την ρήτρα αλληλεγγύης του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της ΕΕ. Η θέση αυτή ανταποκρίνεται στην ανάγκη να γίνει η Ευρώπη παγκόσμιος παίκτης και όχι απλώς παγκόσμιος «πληρωτής» αναπτυξιακής βοήθειας (globalplayer και όχι globalpayer, κατά το ευφυολόγημα του Γιούνκερ).
Άλλωστε, πέραν της αυτονόητης σημασίας των διατλαντικών σχέσεων, ούτε υφίσταται πλέον, όπως στα χρόνια του ψυχρού πολέμου, μια ενιαία «Δύση», ούτε τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα Αμερικής και Ευρώπης ταυτίζονται πλήρως. Ο ίδιος ο Κίσινγκερ έγραφε ότι μια ισχυρή ΕΕ είναι αντίθετη στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ: «Η κυριαρχία από μία μόνο δύναμη σε έναν από τους δύο βασικούς τομείς της Ευρασίας – την Ευρώπη ή την Ασία – παραμένει ένας καλός ορισμός του στρατηγικού κινδύνου για την Αμερική, με Ψυχρό Πόλεμο ή χωρίς. Γιατί μια τέτοια δύναμη θα έχει την ικανότητα να ξεπεράσει την Αμερική αρχικά οικονομικά και στη συνέχεια στρατιωτικά. Αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει να αποτραπεί ακόμη και αν η κυρίαρχη δύναμη είναι προφανώς καλοπροαίρετη, γιατί αν οι προθέσεις της κάποια στιγμή αλλάξουν, τότε η Αμερική θα βρεθεί με μια εξαιρετικά μειωμένη ικανότητα για αποτελεσματική αντίσταση και μια αυξανόμενη αδυναμία διαμόρφωσης των γεγονότων.» ( H. Kissinger, Diplomacy, NewYork: Simon&Schuster, 1994, σ. 813).
Η «ευρωπαϊκή κυριαρχία» ανταποκρίνεται όμως και στα ιδιαίτερα ελληνικά συμφέροντα, που είναι η εγγύηση των εθνικών συνόρων ως συνόρων της Ένωσης. Τα παραπάνω με ένα σημαντικό caveat: απαραίτητος είναι ένας γενικότερος εκδημοκρατισμός της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Ούτε μπορεί να αφεθεί η πρωτοβουλία της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας σε διμερείς συμφωνίες Γαλλίας και Γερμανίας, όπως η Συνθήκη του Άαχεν του 2019, ούτε πρέπει να απηχεί νεοαποικιοκρατικές απόψεις, όπως η θεώρηση της Μεσογείου ως mare nostrum, ούτε να σχεδιαστεί με βάση τα οικονομικά συμφέροντα των εθνικών αμυντικών βιομηχανιών.
Σε κάθε περίπτωση, αναμένονται ραγδαίες γεωπολιτικές διεργασίες που θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στο κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Και ενώ η Τουρκία έχει μια συγκροτημένη στρατηγική για την επομένη ημέρα, που βασίζεται στην προβολή της ισχύος της ως περιφερειακής δύναμης με σχετική αυτονομία από τις δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα στερείται πλήρως κάθε ανάλογου στρατηγικού σχεδίου. Προφανώς δεν αποτελεί παρόμοιο σχέδιο η πολιτική Μητσοτάκη για την Ελλάδα ως πιστό και δεδομένο σύμμαχο των ΗΠΑ, που ουσιαστικά συνιστά επιστροφή στην προ πολλού ξεπερασμένη ιστορικά, όχι απλώς ιδεολογικά, θεωρία της χώρας ως «προκεχωρημένου αμερικανικού φυλακίου».
Η Άγκυρα με μια σειρά διπλωματικούς ελιγμούς επιχειρεί μια πλήρη αναδιάταξη των σχέσεων της με την Ευρώπη και ενόψει της επικείμενης αλλαγής φρουράς στον Λευκό Οίκο. Αν η Ελλάδα μείνει αμέτοχη σε εξελίξεις που την αφορούν χωρίς να προτάξει το δικό της συνολικό όραμα, οι επιπτώσεις θα είναι δυσμενέστατες. Όπως ανέφερε και ο Πρόεδρος του Συριζα-ΠΣ στο ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο, μεγάλος είναι ο κίνδυνος εάν η Ελλάδα δεν κινητοποιηθεί προκειμένου να συμμετάσχει ενεργά στις διεργασίες του 2021, οι επιπτώσεις για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα είναι ακόμα πιο σοβαρές από το 2020.
Πρώτο βήμα αποτροπής παρόμοιων δυσμενών προοπτικών αποτελεί, προφανώς, η ματαίωση των ελιγμών της Τουρκίας με την υιοθέτηση κυρώσεων για την ανάσχεση της επιθετικής της συμπεριφοράς. Η κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει μια τέτοια απόφαση, ακόμα και με την απειλή χρήσης βέτο, και όχι να προσπαθήσει να διαχειριστεί επικοινωνιακά μιαν ακόμη αποτυχία της. Θα πρέπει όμως ακόμη να επιμείνει στην ανάγκη ενίσχυσης της κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και προώθησης ενός νέου πλαισίου για τις διατλαντικές σχέσεις, που θα οδηγήσουν στην καθιέρωση ενός πιο δίκαιου πλαισίου διακρατικών σχέσεων, με προώθηση της πολυμερούς διπλωματίας και του διεθνούς δικαίου. Θα πρέπει να επιδιώξει να αποτελέσει η χώρα μας αναπόσπαστο τμήμα του Ευρωτουρκικού διαλόγου, και να μην είναι πανηγυρικά απούσα, όπως συμβαίνει από τον Μάρτιο παρά την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Να συμμετάσχει, παράλληλα, στη Διαδικασία του Βερολίνου, στον διάλογο για τις νέες διατλαντικές σχέσεις, καθώς και στον διάλογο εντός του ΝΑΤΟ για το μέλλον του (όπου η απουσία Έλληνα εκπρόσωπου από την «Επιτροπή Σοφών» είναι άκρως προβληματική)».