Θέση για την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη πήρε ο Βασίλης Νουλέζας! Ο διακεκριμένος δικηγόρος έθεσε μία σειρά ερωτημάτων που απασχολούν και τον νομικό κλάδο, αλλά και την κοινωνία. Στη συνέχεια, βέβαια, προχώρησε στις απαντήσεις.
«Είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ή, άκυρο;», ήταν το πρώτο ερώτημα του Βασίλη Νουλέζα, ο οποίος υπογράμμισε τις «σημαντικές ελλείψεις στην κατηγορία και παραλείψεις από την Εισαγγελία Αθηνών», ενώ τόνισε πως «δεν είναι μονόδρομος η προφυλάκιση» και επίσης επεσήμανε «το ενδεχόμενο προσωρινής κράτησης», αλλά και «το τεκμήριο αθωότητας».
Ο Βασίλης Νουλέζας κατέθεσε τη νομική άποψή του, για την πολύκροτη υπόθεση.
«Κίνδυνος διάπραξης νέων, μεγάλης απαξίας, αδικημάτων με επιτήδεια και μεθοδευμένη εγκληματική δράση. Με συγκεκριμένο modus operandi. Με εξακολουθητικό χαρακτήρα, χωρίς κίνδυνο διαφυγής ή, νόμιμη αιτιολογία του.
Βέβαια στο άρθρο 276 παρ 2 ΚΠΔ προβλέπεται: “2. Ο Ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει την γνώμη του ο εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατά τα άρθρα 286 και 287. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και από το δικαστικό συμβούλιο. Το κατά την παράγραφο αυτή ένταλμα σύλληψης εκδίδεται μόνο όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις επί τη βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, που πρέπει να μνημονεύονται στο σώμα του εντάλματος, ότι ο κατηγορούμενος έχει σχεδιάσει την φυγή του ή την τέλεση άλλων σοβαρών εγκλημάτων”.
Πότε λοιπόν επιτρέπεται;
Η πολύκροτη υπόθεση σύλληψης και κράτησης του πρώην Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη, σε εκτέλεση εντάλματος σύλληψης που συνελήφθη και κρατείται στην ΓΑΔΑ μέχρις ότου απολογηθεί στην τακτική Ανακρίτρια Αθηνών για το αδίκημα του βιασμού κατά συρροή κατόπιν δύο επωνύμων καταγγελιών, προκάλεσε έντονη συζήτηση και διχογνωμίες στον νομικό κόσμο και την κοινή γνώμη για την εγκυρότητα και νομιμότητα του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε, ενώ ο κατηγορούμενος είχε ήδη εμφανισθεί στη ΓΑΔΑ, αναφέρεται ότι σε βάρος του καλλιτέχνη συντρέχουν οι εξής οκτώ προϋποθέσεις: Να σημειωθεί ότι δεν δόθηκε εντολή από την Εισαγγελία Αθηνών να γίνει έρευνα στην οικία του, να κατασχεθούν ηλεκτρονικοί υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα, ώστε να συγκεντρωθούν σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με την κατηγορία.
“Οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής για βιασμό κατά συρροή.
Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία των θυμάτων.
Ο τρόπος δράσης με μεθοδική και συστηματική προσέγγιση καθώς και με καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης
Η εκμετάλλευση της επαγγελματικής ιδιότητας του κατηγορουμένου.
Η άσκηση βίας, καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας φαίνεται να οδηγούσε τα θύματα του σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας.
Η εμμονή και η εγκληματική ροπή για πολλά έτη, που διαφαίνεται.
Η επιλογή προσώπων από ευάλωτες κατηγορίες με παθόντες επί το πλείστον αλλοδαπούς ανήλικους.
Η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ότι έχει σχεδιάσει παρόμοιες πράξεις σε βάρος ανηλίκων”.
Στο Άρθρο 276ΚΠ με βάση Νόμος 4620/2019 – ΦΕΚ 96/Α/11-6-2019 : Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Άρθρα 1-319) (Ποινική Δικονομία -Κωδικοποιημένος) προβλέπεται. “Σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, Άρθρο 275. –
Στα αυτόφωρα εγκλήματα. 1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα.
2. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση δεν επιτρέπεται η σύλληψη, εκτός αν προηγουμένως υποβληθεί η έγκληση, έστω και προφορικά, σ’ εκείνον που έχει δικαίωμα να συλλάβει το δράστη (άρθρ. 42 και 50).
3. Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα να εκδίδει εναντίον του δράστη που διώκεται ένταλμα σύλληψής του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 276 και 277. Το ένταλμα αυτό μπορεί ο εισαγγελέας να το ανακαλεί ή να το καταργεί.
Άρθρο 276.-
Σύλληψη με ένταλμα. 1. Εκτός από την περίπτωση του άρθρου 275, κανείς δεν συλλαμβάνεται χωρίς ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, που πρέπει να επιδίδονται κατά τη στιγμή της σύλληψης.
2. Ο ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει την γνώμη του ο εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατά τα άρθρα 286 και 287. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και από το δικαστικό συμβούλιο. Το κατά την παράγραφο αυτή ένταλμα σύλληψης εκδίδεται μόνο όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις επί τη βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, που πρέπει να μνημονεύονται στο σώμα του εντάλματος, ότι ο κατηγορούμενος έχει σχεδιάσει την φυγή του ή την τέλεση άλλων σοβαρών εγκλημάτων.
3. Το ένταλμα σύλληψης περιέχει το όνομα, το επώνυμο, την κατοικία και την ακριβέστερη δυνατή περιγραφή του προσώπου που συλλαμβάνεται, σημείωση για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται και μνεία του άρθρου που το προβλέπει. Έχει επίσης την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του ανακριτή και του γραμματέα.
4. Το ένταλμα σύλληψης μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε μετά από προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την έκδοσή του.
Άρθρο 277.-
Εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης. 1. Το ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται με το νόμιμο τύπο είναι εκτελεστό σε όλη την επικράτεια. Η εκτέλεσή του γίνεται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων.
2. Αν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε άλλη δικαστική περιφέρεια, ο εισαγγελέας μπορεί να αποστείλει το ένταλμα σύλληψης απευθείας στην επιτόπια αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων.
3. Όλες οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές, μόλις τους επιδειχθεί το ένταλμα, οφείλουν να βοηθήσουν για τη σύλληψη χωρίς αναβολή και μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς τους.
4. Η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης που αφορά στρατιωτικό γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 278.-
Πώς γίνεται η σύλληψη. 1. Σύλληψη δεν μπορεί να γίνει: α) όσο διαρκεί η ιερουργία, σε οίκημα που προορίζεται για τη θεία λατρεία β) τη νύχτα σε ιδιωτική κατοικία, εκτός αν αυτός που διαμένει εκεί το ζητήσει ρητά ή αν τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 256. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, επιβάλλεται πειθαρχική ποινή στα όργανα που εκτελούν την σύλληψη.
2. Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σ’ αυτόν που συλλαμβάνουν και να σέβονται την τιμή του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μεταχειρίζονται βία παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη και δεν επιτρέπεται να τον δεσμεύουν παρά μόνο όταν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής.
Άρθρο 279.-
Προσαγωγή του κατηγορουμένου. 1. Ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη σύλληψή του και, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά του. Αν πρόκειται για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον ανακριτή εκείνον που έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43, 51, 246 παρ. 2β και 417 κ.ε. Ειδικά σε περίπτωση σύλληψης επ’ αυτοφώρω για πλημμέλημα, ο ανακριτικός υπάλληλος εντός δώδεκα (12) ωρών ειδοποιεί με το ταχύτερο μέσο τον εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη, να δώσει εντολή να αφεθεί αυτός ελεύθερος και να μην εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη για τα αυτόφωρα εγκλήματα διαδικασία του άρθρου 418 παρ. 1 εδ. α΄ και 2. Στην περίπτωση αυτή ο ανακριτικός υπάλληλος υποβάλλει στον εισαγγελέα, χωρίς χρονοτριβή, όλες τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
2. Αν ο συλλαμβανόμενος αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται ή ισχυρίζεται ότι έπαυσε να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, οδηγείται σε έναν από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του τόπου της σύλληψης που αναφέρονται στο άρθρο 31. Ο ανακριτικός υπάλληλος εξετάζει τα στοιχεία της ταυτότητας και ζητεί πληροφορίες με το ταχύτερο μέσο για την ισχύ του εντάλματος ή του βουλεύματος. Αν η ταυτότητα δεν αποδείχθηκε ή έχει παύσει να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, ή δεν εκδόθηκε το ένταλμα σύμφωνα με τον τύπο που απαιτείται, εκείνος που έχει συλληφθεί απολύεται αμέσως. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο ανακριτικός υπάλληλος τον στέλνει μαζί με την έκθεση που έχει συντάξει στην αρχή που ζήτησε τη σύλληψή του, η οποία μπορεί επίσης να εξετάσει και αυτή την ταυτότητά του.
Άρθρο 280.– Κατάσχεση πειστηρίων. Όλα τα έγγραφα και τα άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν σ’ αυτόν που έχει συλληφθεί και έχουν σχέση με το έγκλημα κατάσχονται και παραδίδονται με αυτόν και την σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα ή ανακριτή.
Άρθρο 281.- Κράτηση του προσώπου που συλλαμβάνεται. Όποιος έχει συλληφθεί κρατείται στις φυλακές για υποδίκους ή στο αστυνομικό κρατητήριο ή, κατά τις περιστάσεις, στο σπίτι του υπό φρούρηση, στην περίπτωση όμως αυτή με δικά του έξοδα, ωσότου εκδοθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης ή απολυθεί.
Άρθρο 282.- Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων. 1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι ή κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, υπό τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων.
2. Ο σκοπός των περιοριστικών όρων, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της προσωρινής κράτησης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.
3. Οι περιοριστικοί όροι επιβάλλονται εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για την εκπλήρωση των σκοπών της παραγράφου 2 και αν αυτοί δεν επαρκούν επιβάλλεται κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση και αν και αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές τότε μόνο εκδίδεται ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης”.
Τεκμήριο αθωότητας και ΜΜΕ
Ήδη στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Επαναστατικής Γαλλίας του 1789, προβλεπόταν στο άρθρο 9 ότι: «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος». Στο Ελληνικό Σύνταγμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1827 στην Τροιζήνα, το τεκμήριο αθωότητας διατυπώθηκε ως εξής: “Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος”. Η σημερινή διατύπωση προβλέπει (άρθρο 72Α ΚΠΔ): “Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο”.
Ειδικά στα ΜΜΕ, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας προβλέπεται στον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α όπου στο άρθρο 2 προβλέπει: “Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις». Επίσης, στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση προβλέπεται: “Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή”.
Οι Δημοσιογράφοι λοιπόν, με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο, ήδη από δεκαετιών έχουν αποφασίσει το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας στους κώδικες δεοντολογίας τους, αν και είναι αληθές ότι αρκετές φορές η Δικαιοσύνη διαπίστωσε προσβολή της προσωπικότητας κατηγορουμένων ή υπόπτων και επέβαλε ποινές και αποζημιώσεις σε δημοσιογράφους και ΜΜΕ.
Πλέον οι κανόνες είναι απολύτως σαφείς και για τους φορείς Δημόσιας εξουσίας, κάθε δε προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας γεννά δικαίωμα αποζημίωσης στον προσβληθέντα ύποπτο-κατηγορούμενο. Ο νέος Νόμος “ευελπιστεί” με τον τρόπο αυτό, μία βασική αρχή που έχει σαφώς διατυπωθεί από το Σύνταγμα του 1827 στη χώρα μας, μόλις 38 χρόνια μετά τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Επαναστατικής Γαλλίας του 1789, επιτέλους να γίνει σεβαστή, και να ελλείψουν τα φαινόμενα ενοχοποίησης πολιτών από πρόσωπα που φέρουν δημόσια εξουσία και άρα κατά τεκμήριο επηρεάζουν την κοινωνία, πριν ακόμη βρεθούν ενώπιον του φυσικού τους Δικαστή.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4596/2019
ΦΕΚ 32/Α/26-2-2019
Άρθρο 7 Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/ 343/ΕΕ) Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της
Σε ότι αφορά το ενδεχόμενο προσωρινής κράτησης που έχει δυνητική ευχέρεια να επιβάλλει η κ. ανακρίτρια μετά την απολογία του άλλως περιοριστικούς όρους ενδεχόμενο που δεν αποκλείεται να ισχύει.
Άρθρο 283 ΚΠΔ. 1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει περιοριστικούς ή άλλους όρους ή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου άρθρου, να εκδώσει εναντίον του ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του. Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τεθούν, αποφαίνεται εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τότε που απολογήθηκε ο κατηγορούμενος το τριμελές πλημμελειοδικείο, το οποίο συνεδριάζει ως συμβούλιο και αποφασίζει, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο. Εάν η ανάκριση ενεργείται στο εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο. Όταν ανακύψει διαφωνία περί την προσωρινή κράτηση, ο ανακριτής υποχρεούται να εκδώσει αμέσως ένταλμα σύλληψης του κατηγορουμένου, το οποίο ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης του πιο πάνω δικαστηρίου.
2. Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη που ορίζει τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 282 περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 276 παρ. 3, την ακριβή σημείωση για το κακούργημα ή το πλημμέλημα. Το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκτελείται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές που σύμφωνα με το άρθρο 277 τους έχει ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων. Για τους στρατιωτικούς τηρούνται και οι σχετικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Η προσωρινή κράτηση (προφυλάκιση) αποτελεί το έσχατο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού στέρησης της ελευθερίας(προκαταβολή ποινής) που έχει στο νομικό οπλοστάσιο της η αρμόδια Ανακρίτρια ,που θα αποφασίσει για την τύχη του κατηγορούμενου με σύμφωνη γνώμη του κ Εισαγγελέα.
Δεν είμαι βέβαιος όμως αν η επιθετική υπεράσπιση και η όξυνση θα ωφελήσουν τελικώς τον Δημήτρη Λιγνάδη».