Τις απορίες της, για τους λόγους που καθυστέρησε σε απίστευτο η κυβέρνηση να διεκδικήσει αποζημίωση από τη Novartis, αλλά και για την επιλογή του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη φαρμακευτική εταιρεία παρά την παραδοχή του σκανδάλου στις ΗΠΑ, εξέφρασε στην τηλεοπτική Vicky Pedia η Βασιλική Θάνου. Επίσης, η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της χώρας αναφέρθηκε στην πάγια τακτική του Ανδρέα Βγενόπουλου να στοχοποιεί με διάφορες μεθόδους όσους θεωρούσε εμπόδιο στα επιχειρηματικά σχέδια. Στη συνέχεια, η Βασιλική Θάνου αναφέρθηκε και στις νομικές ενέργειές της για να σταματήσει η συκοφάντησή της που άρχισε με τη διαρροή του ηχητικού που είχε φτιάξει ο επιχειρηματίας πριν φύγει από τη ζωή.
«Πράγματι, από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, ακούσαμε ότι θα κατατεθεί, ως εξαγγελία, ότι θα κατατεθεί αγωγή και αμέσως λίγο μετά, ότι συγκροτείται επιτροπή, για να έρθει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την Novartis. Εγώ, λοιπόν, λέω, με βάση την μακρόχρονη δικαστική εμπειρία ότι όταν κάποιος έχει αξίωση και θέλει κατά τρόπο αποτελεσματικό να διεκδικήσει την αξίωση του, θα πρέπει, ο καλύτερος τρόπος, η καλύτερη οδός είναι να καταθέσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου, αγωγή στην οποία θα εκθέτει πού βασίζεται η αγωγή, ποιες είναι οι αξιώσεις του δηλαδή, και επίσης θα εκθέτει κατά τρόπο σαφή ποια είναι τα ποσά τα οποία ζητεί ως αποζημίωση. Τώρα, γιατί η κυβέρνηση αντί να επιλέξει αυτή την αποτελεσματική οδό, έφτασε την 2η μέρα να μας λέει ότι επιλέγει αυτό τον πολύ πιο ήπιο τρόπο, θα μπορούσα να πω, για να στραφεί εναντίον της Novartis με εξωδικαστικό συμβιβασμό. Αυτό βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να διερμηνεύσω εγώ. Αλλά αν αυτό πράγματι συμβεί, αν προχωρήσουν δηλαδή σε εξωδικαστικό και όχι σε κατάθεση αγωγής, τότε σημαίνει, αποδεικνύεται ότι πράγματι θέλουν, με έναν ήπιο τρόπο να συμπεριφερθούν απέναντι στην Novartis. Δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση, άλλη ερμηνεία», είπε η Βασιλική Θάνου και συμπλήρωσε για τα δύο χρόνια που πέρασαν από την ημέρα που η φαρμακευτική εταιρεία αποζημίωσε τους Αμερικανούς.
«Πράγματι, πριν από 2 χρόνια, πληροφορηθήκαμε ότι οι Αμερικάνοι, πήραν ένα μεγάλο ποσό αποζημίωσης, περίπου 350.000.000, όπως είπατε προηγουμένως, και στο βίντεο, διότι η Novartis αποδέχτηκε στην Αμερική, ότι είχε διαπράξει τις κατηγορίες για τις οποίες κατηγορείτο εκεί, στην Ελλάδα. Αποδέχτηκε δηλαδή, η ίδια η Novartis στα πλαίσια του εξωδικαστικού συμβιβασμού που έκανε με το Αμερικανικό Δημόσιο, ότι είχε κάνει διαφθορά στην Ελλάδα. Αυτό λοιπόν το οποίο αποδέχτηκε η Novartis εκεί, η Ελληνική Κυβέρνηση, επί 2 χρόνια, προσπαθεί να πείσει τον κόσμο, τον ελληνικό λαό, ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο Novartis. Αυτό το οποίο αποδέχτηκε η ίδια η Novartis λοιπόν, προσπαθεί η κυβέρνηση να μας πείσει ότι δεν υφίσταται, ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο Novartis. Κι αντί του σκανδάλου, ότι υπάρχει μια σκευωρία, η οποία στήθηκε από συγκεκριμένα πρόσωπα, πρόσωπα τα οποία παραπέμφθηκαν από την προανακριτική, την πλειοψηφία της προανακριτικής της Βουλής ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου. Αφού λοιπόν, προσπαθούσε επί 2 χρόνια να πείσει ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο και ότι υπάρχει δήθεν σκευωρία, κατανοούμε όλοι ότι δεν θα μπορούσε να έρθει ταυτόχρονα και να ασκεί αγωγή για να διεκδικήσει την αποζημίωση που θα πρέπει».
Η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου έκανε και τον παραλληλισμό της Novartis και της Siemens. Τα δύο σκάνδαλα, άλλωστε, μοιάζουν σε πολλά.
«Σωστά το υπενθυμίζετε, και τότε με την υπόθεση της Siemens, δεν ασκήθηκε ποτέ αγωγή εναντίον της, δεν εστράφη ποτέ η Ελλάδα δικαστικά. Ήρθε και τότε και έκανε, αν δεν κάνω λάθος ως προς αυτό, με μια επιφύλαξη επί συγκυβερνήσεως Σαμαρά-Βενιζέλου, έκαναν και τότε έναν συμβιβασμό και εισέπραξαν ένα ποσό πολύ μικρότερο από αυτό για το οποίο είχε κατηγορηθεί η Siemens», είπε χαρακτηριστικά και εξέφρασε τον προβληματισμό της επειδή η γερμανική εταιρεία δεν έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της. «Αυτό είναι ακόμα χειρότερο ασφαλώς, αν συνέβη. Αν λοιπόν και τώρα, παρακολουθήσουμε μια επανάληψη του τρόπου με τον οποίο τότε συμπεριφέρθηκαν, αυτού του ήπιου τρόπου όπως είπα, τότε αυτό προφανώς κάτι αποδεικνύει».
Στη συνέχεια, η Βασιλική Θάνου αναφέρθηκε στα στοιχεία που στηρίζουν τις ελληνικές απαιτήσεις. Με αναφορά στην έρευνα της Ελένης Τουλουπάκη.
«Οπωσδήποτε στηρίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία συνέλεξε από την έρευνα την οποία έκανε επί αρκετό διάστημα, η Εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη. Και επίσης, θα στηριχθεί υποθέτω, αν προχωρήσουν, τονίζω και πάλι, διότι μέχρι τώρα είναι απλώς εξαγγελίες όλα αυτά. Εάν προχωρήσουν λοιπόν τα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από την έρευνα Ελένης Τουλουπάκη και επίσης, τα στοιχεία τα οποία έχουν καταγραφεί στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο εκδόθηκε τώρα πριν από 2 μήνες και με το οποίο παραπέμπεται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και για άλλα αδικήματα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Novartis και ορισμένο γιατροί, και μια ομάδα γιατρών. Άρα λοιπόν, από αυτά όλα, κυρίως από την παραπομπή αυτή σε δίκη των προσώπων αυτών που είπα, προέκυψε και δικαστικά ότι υπάρχει σκάνδαλο Novartis, ότι δεν είναι σκευωρία. Η κυβέρνηση, η εκάστοτε κυβέρνηση, είναι υπεύθυνη, γιατί είναι όπως είπαμε κυβερνητική βούληση και κυβερνητική ενέργεια, να προχωρήσει στην διεκδίκηση, είτε με αγωγή, είτε με δικαστικό, ό,τι επιλέξει. Από εκεί και πέρα, αν προχωρήσει δικαστικά, δηλαδή με κατάθεση αγωγής και έρθει η υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης, από εκεί και πέρα πλέον θα αναλάβουν οι δικαστές. Μέχρι στιγμής όμως, δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε δεν θα μπορούσαμε να ρίξουμε οποιαδήποτε ευθύνη στους δικαστικούς λειτουργούς. Περίπου στα ίδια στοιχεία, στα οποία θα στηριχθεί και μια αγωγή. Απλώς στην αγωγή, έρχεται όπως σας είπα, “επιθετικά”, εντός εισαγωγικών ο ενάγων και ζητάει την αξίωση του και αν ο εναγόμενος επιθυμεί να μην έρθει, να μην προχωρήσει η δίκη, μπορεί να του κάνει πρόταση να βρουν έναν συμβιβασμό. Ενώ εδώ, αν απευθείας η κυβέρνηση προχωρήσει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό, τον φέρνει σε μια πολύ ήπια θέση, όπως είπα, τον εναγόμενο. Δεν είναι καν εναγόμενος πλέον. Είναι απλώς το άλλο μέρος του δικαστικού συμβιβασμού. Παρακολουθήσαμε όλοι, και τότε με την Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής και τώρα, στη συνέχεια, με την ανάκριση η οποία εκκρεμεί πλέον ενώπιον της Ανακρίτριας του Αρείου Πάγου, πώς έγινε η όλη διαδικασία. Είναι θα έλεγα πρωτοφανές, πρέπει να το πω εδώ, και σε πολλά άλλα μέρη, παρακολουθήσαμε πολιτικούς, να έρχονται ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο Σαρκοζί στη Γαλλία, ο Νετανιάχου στο Ισραήλ, 2-3 Υπουργοί της κυβέρνησης Ραχόι στην Ισπανία, ο Πρόεδρος της Βραζιλίας, ο Ντασίλβα. Κανένα από αυτούς δεν διανοήθηκε ποτέ να κάνει μήνυση ή να παραπέμψει τους εισαγγελείς ή τους ανακριτές ή τους δικαστές, οι οποίοι τους παρέπεμψαν. Πρώτη φορά εδώ, στα ελληνικά δεδομένα, οι πολιτικοί, οι οποίοι ελέγχονταν από τους εισαγγελείς διαφθοράς, δέχτηκαν μήνυση και κατέστησαν κατηγορούμενοι, γιατί; Διότι έκαναν το καθήκον τους, κατά την άποψη μου. Έκαναν απλώς το υπηρεσιακό τους καθήκον. Ήταν το καθήκον της αυτό. Δεν μπορούσε δηλαδή, την στιγμή που προέκυψαν ονόματα Υπουργών ή πρώην Υπουργών, δεν μπορούσε, ο εισαγγελέας λέει ότι παραπέμπει αυθωρεί, αποστέλλει αυθωρεί την δικογραφία στη Βουλή. Εάν λοιπόν, δεν την απέστελλε την δικογραφία, τότε θα είχε κάνει παράβαση καθήκοντος και πολλά άλλα αδικήματα», πρόσθεσε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στις διώξεις κατά δημοσιογράφων.
«Το σκεπτικό δεν μπορώ να το γνωρίζω όλο, γιατί αυτά όλα είναι στοιχεία, τα οποία είναι απόρρητα στοιχεία της ανάκρισης. Από ό,τι διαβάσαμε όμως, από ό,τι πληροφορηθήκαμε από δημοσιογραφικές πληροφορίες, οι δημοσιογράφοι παραπέμφθηκαν ως συμμέτοχοι στην σκευωρία, διότι δημοσίευσαν πληροφορίες, τις οποίες είχαν σύμφωνα με την παραπομπή, είχαν λάβει από πριν, με διαρροή, από την εισαγγελέα διαφθοράς. Περίπου αυτό είναι το σκεπτικό της εναντίον τους κατηγορίας. Πράγματι, έχει υποχρέωση ο δημοσιογράφος. Έχει υποχρέωση προς πληροφόρηση του κοινού. Αρκεί βέβαια, το λέω αυτό εντός εισαγωγικών, αλλά είναι αυτονόητο, αρκεί οι πληροφορίες να είναι αληθείς, να είναι πραγματικές, να μην είναι ψευδείς. Εδώ δημοσίευσαν πληροφορίες, τις οποίες είχαν από διάφορες πηγές. Τώρα, από ό,τι ακούσαμε και από τα σχόλια που το τελευταίο διάστημα ανεβάζουν, τόσο οι κατηγορούμενοι δημοσιογράφοι, όσο και οι λοιποί κατηγορούμενοι στη δήθεν σκευωρία, οι κατηγορίες αυτές δεν έχουν βασιμότητα, από ό,τι πληροφορούμαι. Διότι οι πληροφορίες τις οποίες είχαν, προήρχοντο από όλες πηγές, όπως κατονόμασε κυρίως ο δημοσιογράφος Βαξεβάνης, προήρχοντο από άλλες πηγές, και όχι από την εισαγγελέα Τουλουπάκη. Το Σύνταγμα προβλέπει, στο άρθρο 86, παράγραφος 4, στο άρθρο Περί Ευθύνης Υπουργών, ότι σε περίπτωση παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο Υπουργού, συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν έχει νομική βασιμότητα η κατηγορία αυτή, η οποία απευθύνθηκε εναντίον των δημοσιογράφων. Σημασία έχει αν έχει ουσιαστική βασιμότητα. Δηλαδή, αν προκύπτουν πράγματι αυτά, οι κατηγορίες για τις οποίες κατηγορούνται. Από ό,τι ακούμε μέχρι στιγμής, οι κατηγορούμενοι, αποδομούν σιγά-σιγά αυτό το κατηγορητήριο. Τώρα βέβαια, θα πρέπει να παρακολουθήσουμε, να δούμε μέχρι τέλος, ποια θα είναι η εξέλιξη αυτή. Με στοιχεία ασφαλώς, αλλιώς δεν θα το συζητούσα και εγώ ως δικαστής, επί τόσα χρόνια. Μόνο με στοιχεία μπορεί να μιλάει ένας δικαστής. Μα κάθε χρόνο αφήνουν στη δημοσιότητα τις αποδείξεις αυτές και νομίζω ότι με τις αποδείξεις αυτές, έχει πειστεί πλέον ο κόσμος. Για αυτό λέω, έχει πειστεί ο κόσμος, ότι αποδομείται σιγά-σιγά αυτό το κατηγορητήριο εις βάρος τους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι κάτι άλλο, δεν υπάρχει στην Ελλάδα καταρχήν. Όχι, το Συνταγματικό Δικαστήριο, η αρμοδιότητα είναι να κρίνει την συνταγματικότητα των νόμων, όχι την ουσία διαφόρων υποθέσεων. Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Θεωρούμε καλύτερο, αυτό τον δημοκρατικό τρόπο που υπάρχει, του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από όλα τα δικαστήρια. Δηλαδή, όπως υπάρχει τώρα το καθεστώς αυτό, μπορεί οποιοδήποτε δικαστήριο, ενώπιον του οποίου αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα ενός νόμου, να αποφανθεί από το Ειρηνοδικείο μέχρι τον Άρειο Πάγο, να αποφανθεί για την συνταγματικότητα μιας διάταξης. Εδώ αμφισβητήθηκαν από ορισμένα συγκεκριμένα πρόσωπα και μόνο. Δεν αμφισβητούνται γενικότερα. Και από ό,τι είδαμε τώρα τελευταία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητάει ευθύνες από την Ελλάδα γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει ενσωματώσει την οδηγία για την προστασία των προστατευόμενων μαρτύρων. Σας λέω και πάλι, δεν μου κάνει εντύπωση, όταν λάβω υπόψη μου τα πρόσωπα από τα οποία αμφισβητείται», ανέφερε η Βασιλική Θάνου.
Η νεκρανάσταση του Βγενόπουλου
Στη συνέχεια, η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου αναφέρθηκε στον Ανδρέα Βγενόπουλο και στη νεκρανάστασή του μέσα ενός ηχητικού, το οποίο, βέβαια, δεν είχε τολμήσει να χρησιμοποιήσει όσο ζούσε.
«Πράγματι, 6 χρόνια μετά τον θάνατο του Βγενόπουλου και 6 χρόνια αφότου αρχειοθετήθηκε η μηνυτήρια αναφορά Βγενόπουλου, στην οποία προσπαθούσε τότε να εμπλέξει το όνομά μου, 6 χρόνια μετά λοιπόν, εμφανίστηκε ξαφνικά, διασκορπίστηκε θα μπορούσα να πω ξαφνικά, η συνομιλία μιας κασέτας, ενός ηχητικού, από μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα η οποία προκάλεσε από άλλα μέσα και από ορισμένα πολιτικά κόμματα, ένα μεγάλο θόρυβο, και έτσι, όπως πολλοί είπαν, ξεθάφτηκε και πάλι ο Βγενόπουλος. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω 3 στοιχεία, τα οποία θεωρώ ότι έχουν σημασία, για να καταλάβει και ο κόσμος και οι τηλεθεατές που με παρακολουθούν. Θεωρώ λοιπόν ότι 3 στοιχεία έχουν σημασία. 1ον η ιστοσελίδα αυτή, από την οποία διασκορπίστηκε αρχικά αυτή η συνομιλία, εξ όσων μετά πληροφορήθηκα κι εγώ, είναι η μια εκ των τριών ιστοσελίδων, η οποία έχει πάρει το μεγαλύτερο ποσό από τις επιδοτήσεις του δημοσίου χρήματος στην λίστα Πέτσα. Είναι τυχαίο; Είναι σύμπτωση; Αυτό θα δώσει την απάντηση ο καθένας από τους τηλεθεατές σας, που μας ακούνε. Το 2ο στοιχείο είναι η ημέρα στην οποία έσκασε η συνομιλία αυτή. Την ίδια ημέρα, είχε γίνει γνωστό ότι δημοσιεύτηκε το βούλευμα που σας είπα προηγουμένως, το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο παραπέμπονταν σε δίκη ο τότε ισχυρός άνδρας της Novartis στην Ελλάδα, ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, Φρουζής. Μπορώ να πω και το όνομά του, διότι πλέον έχει γίνει γνωστό, δεν το λέω εγώ για πρώτη φορά. Παραπέμφθηκε λοιπόν, την ημέρα εκείνη που δημοσιεύτηκε το βούλευμα, για παραπομπή για ξέπλυμα μαύρου χρήματος του Διευθύνοντος Συμβούλου και μιας ομάδας ιατρών. Με τον θόρυβο αυτό, ο οποίος έγινε, ακολούθησε αμέσως μετά περιέργως, λες και ήταν έτοιμη ανακοίνωση από την Νέα Δημοκρατία και από το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, λες και ήξεραν και είχαν αμέσως γραμμένη την ανακοίνωση. Και μάλιστα ήρθαν κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, καταλύοντας το τεκμήριο αθωότητας, υπέδειξαν στα αρμόδια δικαστικά όργανα, ότι αυτό είναι νέο στοιχείο και ότι πρέπει να ανασυρθεί και πάλι η δικογραφία. Έγινε λοιπόν ένας μεγάλος θόρυβος 2 μέρες και έτσι καλύφθηκε όλο αυτό το σημαντικό γεγονός της παραπομπής σε δίκη της Novartis. Αυτό θεωρώ ότι ήταν μια μεθοδολογία, όχι τυχαία, στοχευμένη μεθοδολογία, ακριβώς για να καλυφθεί αυτό το σημαντικό γεγονός, το οποίο πράγματι πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ο περισσότερος κόσμος, ίσως και να μη το γνωρίζει και να το ακούει τώρα για πρώτη φορά. Και εδώ θα θυμίσω, ότι αυτή, την ίδια μεθοδολογία, είχε χρησιμοποιήσει τότε και ο Βγενόπουλος. Δηλαδή, την ημέρα, δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, πιθανόν ήταν 11 Μαΐου, περί τα μέσα Μαΐου, όταν βγήκε στο ΣΚΑΪ, το κανάλι, τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και έδωσε συνέντευξη και είπε ότι αμέσως πριν, μια ώρα πριν, είχε καταθέσει και μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, για πιθανολόγηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, εκβιασμών, δωροληψία κλπ., στα οποία εμπλέκεται, όπως είχε πει τότε, και το όνομα της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου. Την ίδια εκείνη ημερομηνία λοιπόν, κατά σύμπτωση και τότε ή κατά τύχη, διέφυγε στην Κύπρο, όπου δικαζόταν και είχε διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να μεταφερθεί στην Κύπρο από την Ελλάδα, ο ένας εκ των δυο στενών συνεργατών του Βγενόπουλου, για το τότε σκάνδαλο της καταρρεύσεως του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου, από την Marfin, από την εταιρεία του Βγενόπουλου. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, διέφυγε και δεν πήγε, δεν παρουσιάστηκε στα δικαστήρια της Κύπρου ο στενός συνεργάτης του Βγενόπουλου και δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Σε όλες τις δίκες, ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, δικάστηκε ερήμην, ο στενός αυτός συνεργάτης του Βγενόπουλου. Ενώ λοιπόν, αυτό θα έκανε μεγάλη αίσθηση και στην Ελλάδα, η οποία τότε παρακολουθούσε το όλο αυτό ζήτημα, αυτό καλύφθηκε και τότε, από τη συνέντευξη και την ανακοίνωση του Βγενόπουλου, ότι έκανε μηνυτήρια αναφορά περί εμπλοκής της Προέδρου του Αρείου Πάγου. Είναι ακριβώς το ίδιο σύστημα, η ίδια μέθοδος. Για αυτό θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαία όλα αυτά. Και το 3ο σημείο, το οποίο πρέπει να ακούσει και ο κόσμος, αν και νομίζω ότι οι περισσότεροι το έχουν ήδη αντιληφθεί, ο ίδιος ο Βγενόπουλος, ο οποίος κατέγραφε, σύμφωνα με όσα μας είπε το δημοσίευμα αυτό της ιστοσελίδας, ο ίδιος κατέγραφε την συνομιλία, ουδέποτε ο Βγενόπουλος, επικαλέστηκε την συνομιλία αυτή, την κασέτα αυτή. Ούτε όταν κατάθεσε την μηνυτήρια αναφορά του εναντίον μου, ούτε αργότερα, δυο μήνες μετά, όταν εκλήθη ενώπιον του Εισαγγελέα για να δώσει κατάθεση, ούτε και μέχρι τον θάνατο, τον Νοέμβριο του 2016. Νομίζω ότι αυτό κάτι λέει. Και έρχονται λοιπόν, 6 χρόνια μετά, κάποιοι κύριοι, οι οποίοι δήθεν έχουν μεγάλο ενδιαφέρον μας είπαν, όχι για τον Βγενόπουλο, αυτό δήλωσαν στο δημοσίευμα, αλλά για να διαφυλαχθεί η δημοκρατία και οι θεσμοί. Και για αυτό τον λόγο διασκόρπισαν την κασέτα στο διαδίκτυο, η οποία κατά την άποψη τους, αποδεικνύει ότι αυτά που είχε πει ο Βγενόπουλος, είναι αληθή και ότι η Θάνου έκανε εκβιασμό. Έτσι το παρουσίασαν. Κανείς δεν γνωρίζει πού βρέθηκε αυτό το ηχητικό. Η ίδια η δημοσιογράφος, όταν εκλήθη, από ό,τι διάβασα από την πράξη ανάσχεσης του Οικονομικού Εισαγγελέα, όταν εκλήθη να παραδώσει την κασέτα, και αυτό δεν το έκανε αμέσως, όπως είχε υποχρέωση. Ένας δημοσιογράφος, όταν έρχεται ένα τέτοιο στοιχείο στα χέρια του, οφείλει να παραδώσει στα αρμόδια δικαστικά όργανα, να ελέγξουν την γνησιότητα, όχι μόνο την μαγνητοταινία, αν είναι καινούργια, όπως είπαν τώρα ότι ελέγχθηκε, αλλά αν τα πρόσωπα ταυτίζονται, οι φωνές τους κλπ. Εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε ένας τέτοιος εξονυχιστικός έλεγχος, αλλά αυτό το παρακάμπτω, δεν έχει και τόση σημασία εξάλλου. Ούτε με ενδιαφέρει εμένα το αν ανασύρθηκε. Εγώ είμαι σίγουρη ότι και πάλι θα καταλήξει η Δικαιοσύνη στο ίδιο. Ότι δηλαδή η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, δεν είχε καμία ανάμιξη σε όλα αυτά τα οποία ακούγονται στην κασέτα. Πώς ήρθε λοιπόν αυτή η κασέτα, η συνομιλία, το ηχητικό. Η δημοσιογράφος λοιπόν, αρνήθηκε, εξ όσων γνωρίζω, να αποκαλύψει τις δημοσιογραφικές πηγές, από ό,τι είπε. Αν λοιπόν αυτό υπήρχε στη διαθήκη του Βγενόπουλου ή σε κάποιο συρτάρι, το οποίο κάποιος από τους συγγενείς του, μετά τον θάνατό του, ανέσυρε ψάχνοντας, το ΄16, το ΄17, το ΄18, κάποιος από τα δυο παιδιά του Βγενόπουλου ή η τελευταία σύζυγος του Βγενόπουλου ή κάποιος από τους στενούς συνεργάτες του, θα το είχε καταθέσει, αν αυτή η κασέτα θεωρούσε ότι είχε κάποια αξία ως αποδεικτικό στοιχεία. Αυτό λοιπόν δεν έγινε ποτέ. Ούτε το ΄17, ούτε το ’18, ούτε το ΄20, 6 χρόνια μετά, έρχονται οι κύριοι αυτοί της ιστοσελίδας που προανέφερα και κατά τρόπο ύποπτο λέω εγώ, εμφανίζουν το ύποπτο αυτό υλικό, το οποίο επίσης έλαβαν από ένα ύποπτο πρόσωπο. Νομίζω ότι δικαιούμαι να χαρακτηρίζω έτσι και τον τρόπο και το πρόσωπο από το οποίο το έλαβαν. Διότι αν υπήρχε στη διαθήκη, η διαθήκη άνοιξε αμέσως μετά, το 2016. Αμέσως λοιπόν, κάποιος από τους συγγενείς του Βγενόπουλου, προφανώς, αν θεωρούσε ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που παίζει σημαντικό ρόλο, θα το είχε από τότε παραδώσει. Δεν θα άφηνε 6 χρόνια μετά. Και εκτός αυτού, δεν θα το έκανε κρυφίως αυτό. Θα έλεγε, εγώ, ο κληρονόμος του Βγενόπουλου, βρήκα αυτό το στοιχείο, το παραδίδω στις Αρχές και ας κρίνουν οι Αρχές αν αυτό… Ας το αξιολογήσουν αν πράγματι μπορεί να παίξει ρόλο ή όχι, σημαντικό ρόλο στην ανάσχεση της υποθέσεως. Τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί. Επομένως, είναι πράγματι αξιοπερίεργο πού βρέθηκε και από ποιους δόθηκε αυτό το ηχητικό υλικό», είπε η Βασιλική Θάνου και συνέχισε: «Ως προς το μοντάζ και μόνο, αποφάνθηκε ήδη η πράξη ανάσχεσης και είπε ότι έγινε έλεγχος και δεν υπάρχει μοντάζ ή συρραφή. Αλλά όπως σας είπα, σημασία δεν έχει μόνο αν είναι καινούργια ή όχι η μαγνητοταινία. Άλλα έχουν σημασία να ελέγξουμε. Δηλαδή, αυτό με σταματάει ο κόσμος στο δρόμο, τώρα που έγινε όλος αυτός ο θόρυβος και μου λένε, 1ον μην ανησυχείτε, ξέρουμε την εικόνα που έχετε τόσα χρόνια, κανείς δεν πίστεψε κάτι τέτοιοι. Διερωτώνται όμως, ακόμα και άνθρωποι απλοί, που δεν ξέρουν νομικά, μα είναι δυνατόν, όταν δυο πρόσωπα μιλούν μεταξύ τους και λένε για το Χ πρόσωπο, ο οποίος είναι απών, ερήμην τους, ο Χ είναι εκβιαστής, είναι κλέφτης, είναι απατέων. Αυτό και μόνο αποδεικνύει κάτι εις βάρος του τρίτου προσώπου; Ασφαλώς όχι».
Στη συνέχεια, η πρώην Πρωθυπουργός ανέφερε ότι «ο Βγενόπουλος, επί πολλά χρόνια ήταν δικηγόρος, αυτό ήταν το επάγγελμα του. Μετά έγινε μεγαλοεπιχειρηματίας, ξαφνικά. Ξαφνικά, ανδρώθηκε ως μεγαλοεπιχειρηματίας. Γνώριζε λοιπόν πολύ καλά ως δικηγόρος, ότι πράγματι αυτό δεν είναι στοιχείο, το οποίο προσθέτει κάτι αποδεικτικά στην μήνυση την οποία είχε καταθέσει. Διότι την μηνυτήρια αναφορά, έχει σημασία και αυτό, το λέω για όσους γνωρίζουν νομικά, μηνυτήρια αναφορά κατέθεσε ο Βγενόπουλος, όχι μήνυση-έγκληση. Ουδέποτε ανέφερε για την ύπαρξη αυτού του ηχητικού. Και γιατί το λέω, γιατί γνώριζε ότι δεν αποδεικνύει τίποτα; Διότι, όταν κάθισα κι εγώ, όπως πολύς κόσμος και γιατί έπρεπε πλέον να το ακούσω, αφού με αφορούσε προσωπικά αυτό το ηχητικό και το διάβασα λέξη προς λέξη από την απομαγνητοφώνηση που έγινε, ο Βγενόπουλος, στη διάρκεια περίπου 30 λεπτών, όσο διαρκεί αυτή η συνομιλία, προσπαθεί με τρόπο πιεστικό, να εκμαιεύσει από την συνομιλήτρια του, αυτή την κυρία ΔΜ, να εκμαιεύσει την απάντηση ότι έρχεται η κυρία αυτή, ως απεσταλμένη της Θάνου για να ζητήσει χρήματα. Παρότι λοιπόν, πολλές φορές την ρωτάει την ίδια ερώτηση, η συνομιλήτρια του, 4 ή 5 φορές, απαντάει ρητά ”όχι, ποτέ δεν μου ζητήθηκε κάτι τέτοιο”. “Όχι, ποτέ δεν μου αναφέρθηκε κάτι τέτοιο από την Θάνου”. “Ποτέ δεν μου ζήτησε βιβλία. Δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, πώς να το πω αυτό”. Ενώ λοιπόν αυτή η ρητά του λέει όχι, δεν συνέβη αυτό, ο Βγενόπουλος έρχεται ο ίδιος και λέει, προφανώς για να ακουστεί, επειδή εγνώριζε ότι καταγράφεται η συνομιλία, κάνοντας ότι, παριστάνοντας ότι δεν έχει ακούσει εκείνο που εκείνη ρητά του διαψεύδει, άρα ζητούσε χρήματα. Λέει ο ίδιος ο Βγενόπουλος. Και όταν πλέον βλέπει ότι δεν καταλήγει κάπου η συζήτηση τους, κάνει ο ίδιος την υποθετική ερώτηση. Εάν έδινα χρήματα, κυρία τάδε, σε ποιόν θα πήγαιναν; Και εκείνη απαντά το ίδιο υποθετικά, αν δίνατε χρήματα, θα πήγαιναν στην Θάνου και μόνο στη Θάνου. Αυτή τη φράση λοιπόν και μόνο, το “αν δίνατε χρήματα, θα πήγαιναν στη Θάνου”, έχει απομονώσει στο δημοσίευμα η ιστοσελίδα, χωρίς να αναφέρει όλα τα προηγούμενα που σας είπα. Και θέλει με τον τρόπο αυτό, να πείσει το κοινό που τους διαβάζει, τους χρήστες που το παρακολουθούν ότι η Θάνου εκβίαζε τον Βγενόπουλο. Έστειλε απεσταλμένη για να μεταφέρει αιτήματα ότι δήθεν εκβίαζε. Αυτό λοιπόν, ο Βγενόπουλος, που άκουγε την κασέτα, κατάλαβε ότι αυτό δεν προσφέρει κάτι για την απόδειξη της μηνυτήριας αναφοράς, για αυτό και δεν την κατέθεσε. Όταν κάποιος έχει στα χέρια του ένα ηχητικό, το οποίο κατά την άποψη του, αποδεικνύει σοβαρά ποινικά αδικήματα, θεωρώ ότι το πρώτο που έχει να κάνει, είναι να το καταθέσει στις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές, για να γίνει ο αρμόζων έλεγχος. Τώρα, το να διαχέει τις συνομιλίες αυτές, χωρίς έλεγχο, στο διαδίκτυο ή στα κανάλια ή στις εφημερίδες… Αυτό όμως τώρα, είναι θεωρώ μια υποβάθμιση της δημόσιας ζωής. Δηλαδή, η παρακολούθηση, άρα θα φτάσουμε στο τέλος, εσείς και εγώ, όταν πρόκειται να συνομιλήσουμε, να είμαστε και οι δυο επιφυλακτικοί, διότι εγώ θα σκέφτομαι, μήπως με καταγράφει η κυρία Πολύζου; Και εσείς θα σκέφτεστε, μήπως με καταγράφει η Θάνου; Για αυτό λέω, ότι αυτό πλέον είναι μια υποβάθμιση. Μας φέρνει όλους σε μια καχυποψία, την οποία δεν θα έπρεπε να έχουμε. Εγώ θεωρώ ότι έπρεπε ήδη να έχουν ελεγχθεί για την χρήση, για την αθέμιτη χρήση αυτού του υλικού. Διότι, όπως σας είπα, αφού το υλικό δεν το χρησιμοποίησε ποτέ ούτε ο ίδιος, ο φερόμενος ως εκβιαζόμενος, διότι τώρα η ιστοσελίδα τον παρουσίασε ως θύμα εκβιασμού. Όλο αυτό είχε ελεγχθεί τότε από την Δικαιοσύνη, όπως σας είπα και είχε αρχειοθετηθεί. Όλα αυτά είχαν αρχειοθετηθεί, άρα παραβίασαν και το τεκμήριο αθωότητας. Θα έπρεπε λοιπόν τώρα, αφού λοιπόν, ούτε τότε ο Βγενόπουλος είχε χρησιμοποιήσει το ηχητικό, ούτε τώρα αργότερα, στα 6 προηγούμενα χρόνια, κάποιος από τους συγγενείς του Βγενόπουλου ή κάποιος από τους στενούς συνεργάτες του το έκανε, θα έπρεπε λοιπόν, να ελέγξει τους σκοπούς για τους οποίους το κάνει τώρα, τους στόχους, δηλαδή το σχέδιο το οποίο έχει η ιστοσελίδα και κάποιοι οι οποίοι κρύβονται πίσω από την ιστοσελίδα. Γιατί νομίζω ότι όλοι καταλάβαμε ότι αυτά δεν είναι μόνο, ένα σχέδιο μόνο του υπεύθυνου της ιστοσελίδας. Πίσω από αυτόν, κρύβονται άλλα συγκεκριμένα πρόσωπα. Θα έπρεπε λοιπόν αυτό να ελεγχθεί κατά την άποψη μου, από τους αρμόδιους Εισαγγελείς».
Η Βασιλική Θάνου αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του περίφημου ηχητικού, που εμφανίστηκε ως… κληρονομιά από τον Βγενόπουλο.
«Πράγματι, όπως είπατε και σας είπα και εγώ προηγουμένως, ο Βγενόπουλος, στην μηνυτήρια αναφορά την οποία κατέθεσε τότε, δεν έγραφε σε κανένα σημείο της πολυσέλιδης μηνυτήριας αναφοράς ότι η Θάνου μου ζήτησε χρήματα. Απλώς περιέγραφε, πώς τον επισκέφτηκε κατ’ επανάληψη, η γνωστή μου Δ.Μ. και του μετέφερε ότι δήθεν έρχεται ως δική μου απεσταλμένη, όπως ισχυριζόταν για να του ζητήσει χρήματα. Αυτό είπε και ο ίδιος ο Βγενόπουλος. Και μάλιστα, στην μηνυτήρια αναφορά καταλήγει, εάν αυτά τα οποία μου μετέφερε, η κυρία Δ.Μ., σε βάρος της Πρόεδρου του Αρείου Πάγου, ότι δηλαδή ερχόταν ως απεσταλμένη δική της για να μου ζητήσει χρήματα, εάν αυτά αποδειχθούν ως αληθή, τότε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, έχει διαπράξει απόπειρα εκβιασμού ή δωροληψία. Δηλαδή ούτε και ο ίδιος ο Βγενόπουλος είπε ποτέ με βεβαιότητα ότι ήρθε, ούτε καν ότι η τάδε του μετέφερε ότι πράγματι ερχόταν ως απεσταλμένη της Θάνου, ότι η ίδια του ζήτησε. Αυτό ποτέ δεν το είπε βεβαίως, γιατί ποτέ δεν συνέβη. Ναι, βεβαίως δεν το είπε ποτέ. Αλλά σας λέω το ίδιο είναι, γιατί αυτό ερευνάται από της πλευράς της δικής μου, αν εγώ ζήτησα χρήματα. Λέω λοιπόν, ότι ποτέ ο ίδιος ο Βγενόπουλος δεν είπε ότι η Θάνου μου ζήτησε χρήματα. Αυτό, ναι, είναι απόλυτο. Μα το διαβεβαίωσε πάντα και ο ίδιος. Απλώς η δωροληψία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος λαμβάνει ή ζητά ανταλλάγματα. Εκεί λοιπόν το πήγαινε, ότι εγώ έστελνα κάποια γνωστή κυρία, η οποία εμφανιζόταν δήθεν ως δική μου απεσταλμένη και του ζητούσε χρήματα για λογαριασμό μου. Κοιτάξτε, θεωρώ ότι υπό την πίεση αυτή, διότι όπως σας είπα, ήρθαν αμέσως μετά τα δυο κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΚΙΝΑΛ, το ΠΑΣΟΚ και έβγαλαν ανακοίνωση, παρεμβαίνοντας, αυτό μπορώ να το πω, γιατί προκύπτει από την ίδια την ανακοίνωση τους, παρενέβησαν στην Δικαιοσύνη, έκαναν παρέμβαση ωμή στη Δικαιοσύνη και την καθοδήγησαν ότι πρέπει να δεχτεί ότι αυτό είναι νέο στοιχείο και ότι πρέπει να ανοίξει και πάλι ο φάκελος. Υπό την πίεση λοιπόν αυτή, ίσως, λέω εγώ, και υπό την πίεση επίσης ορισμένων από τα ΜΜΕ, τα οποία ήρθαν επί 2, 3 μέρες και συνεχώς κάλυπταν ως πρώτη είδηση το γεγονός αυτό, ίσως και η Οικονομική Εισαγγελία, δεν θέλησε να της καταλογίσουν ότι καλύπτει και πάλι ενδεχομένως αυτό, όπως καταλόγισαν, κακώς βεβαίως, αμφισβητώντας το τεκμήριο αθωότητας και για την τότε Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την κυρία Ζαΐρη και θεώρησε ότι πρέπει να ανοίξει και πάλι η δικογραφία. Το λέω όμως εδώ, για να καταλάβουν και οι τηλεθεατές σας, ότι το ότι άνοιξε, ανασύρεται η υπόθεση, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι η Εισαγγελία είπε ότι η Θάνου είναι ένοχη. Σε καμία περίπτωση δεν ισχύει αυτό. Απλώς είπαν ότι θα διερευνήσουμε και πάλι την υπόθεση και αυτή την φορά, εκτός από την μηνυτήρια αναφορά Βγενόπουλου, η οποία ήδη έχει ελεγχθεί, όπως σας είπα από τότε, από την Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκτός από την μηνυτήρια αναφορά λοιπόν, αυτή τη φορά, θα λάβουμε υπόψη μας και το ηχητικό, την συνομιλία Βγενόπουλου με την κυρία αυτή», είπε χαρακτηριστικά, ενώ τόνισε ότι «η Δικαιοσύνη πρέπει, οφείλει να είναι ανεξάρτητη. Τώρα, εάν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ή όχι ανεξάρτητη, αυτό το αποδεικνύει η ίδια η Δικαιοσύνη, ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση, με την απόφαση του και με τις ενέργειες του γενικότερα».
Η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου εξήγησε και τους λόγους, για τους οποίους προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
«Να πω καταρχάς ότι εγώ αναγκάστηκα να κάνω αγωγή και ασφαλιστικά μέτρα κατά της γνωστής αυτής ιστοσελίδας, διότι συνέχιζαν, πέρα από την ανάρτηση του επιδίκου αυτού δημοσιεύματος, κάθε 2 μέρες, αναρτούσαν και άλλα δημοσιεύματα, συναφή, σχεδόν ίδια με το προηγούμενο, λέγοντας και άλλες ψευδείς πληροφορίες για να πείσουν τον κόσμο. Γιατί προφανώς, έφταναν στα αυτιά τους ότι δεν πείστηκε ο κόσμος για την ενοχή της Θάνου, ότι η Θάνου είναι εκβιαστής και συνέχιζαν το ίδιο, με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα. Ενώ λοιπόν τους έστειλα εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση να κατεβάσουν από το διαδίκτυο το επίδικο αυτό δημοσίευμα, όπως προβλέπει ο νόμος, δεν το έπραξαν αυτό, αλλά εξακολουθούσαν να έχουν αναρτημένο το δημοσίευμα αυτό και να αναρτούν και άλλα όπως σας είπα. Και αυτό συνεχίστηκε, περίπου 30 μέρες μετά από την αρχική ανάρτηση, μέχρις ότου εκδόθηκε πλέον η προσωρινή διαταγή και αναγκάστηκαν να κατεβάσουν το δημοσίευμα και να μην δημοσιεύουν και άλλα προσβλητικά σε βάρος μου γεγονότα όπως τους υποχρέωνε η προσωρινή διαταγή. Η οποία, εν παρενθέσει το λέω προσωρινή διαταγή, διατηρήθηκε και με την απόφαση τώρα, τη πρόσφατη της Προέδρου Πρωτοδικών που δίκασε τα ασφαλιστικά μέτρα. Και το λέω αυτό, γιατί έβγαλαν και μια άλλη νεφελώδη ανακοίνωση προχτές η ιστοσελίδα αυτή και λέει ότι καταργήθηκε η προσωρινή διαταγή και δέχτηκε το δικαστήριο ότι υπήρχε λογοκρισία κλπ. Όχι, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Διατηρήθηκε, διατηρείται η προσωρινή διαταγή, η οποία δόθηκε τότε στις 30 Μαρτίου. Για να δημιουργήσουν μια εντύπωση ότι να, εμείς κερδίσαμε και καταργήθηκε η προσωρινή διαταγή. Εξακολουθούν την παραπληροφόρηση του κοινού. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος και όχι ότι ήθελα να κάνω λογοκρισία σε κανέναν. Σέβομαι πάρα πολύ και ως δικαστής επί τόσα χρόνια, και γνωρίζω ότι υπάρχει και συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου, της ελευθερίας της έκφρασης. Δεν υπάρχει όμως ελευθερία συκοφάντησης ενός προσώπου. Πρέπει και ο δημοσιογράφος να ξέρει να σταματά κάπου. Δηλαδή, πρέπει να ξέρει πού είναι τα όρια από τα οποία και πέρα ξεφεύγει πλέον και κάνει κάτι δυσανάλογο με το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού, το οποίο έχει», είπε η Βασιλική Θάνου και εξήγησε ότι δεν της τηλεφώνησαν ούτε μία φορά, για να τη ρωτήσουν τι ακριβώς συμβαίνει με το ηχητικό.
«Ουδέποτε. Γνωρίζετε ως δημοσιογράφος επί πολλά χρόνια, ότι και η δημοσιογραφική δεοντολογία επιβάλλει, πριν βγει ένα δημοσίευμα και μάλιστα για ένα πρόσωπο δημόσιο, το οποίο είχε καταλάβει ανώτατες δημόσιες θέσεις, οφείλουν προηγουμένως να επικοινωνήσουν μαζί του και να καταγράψουν και τη δική του άποψη και στο δημοσίευμα. Όχι μόνο οι κύριοι αυτοί δεν το έκαναν, αλλά αυτό θα το πω τώρα, ορισμένα κανάλια, φιλικά προς την κυβέρνηση, τα οποία έσπευσαν αμέσως να παρουσιάσουν αυτό ως πρώτη ή δεύτερη είδηση, παρότι είχε ξεκινήσει και ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο περισσότερος κόσμος πλέον ασχολείτο αυτό κι όχι με την κασέτα του Βγενόπουλου, σε ένα από τα κανάλια, το πρωί που είδα σε μια πρωινή εκπομπή, το είδα η ίδια, εκεί που ετοιμάζουν, που έλεγε ο δημοσιογράφος “τι έκανε αυτή η γυναίκα, έθαψε τότε την μηνυτήρια αναφορά του Βγενόπουλου ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου”, τηλεφώνησα λοιπόν στο τηλέφωνο που έγραφε από κάτω και ζήτησα, λέω είμαι η τάδε, ζητώ να με συνδέσετε. Θέλω να έχω μια, απευθείας να βγω στον αέρα, να πω την άποψή μου, που αφορά το πρόσωπο μου. Αυτό είπα στην κοπέλα και στην κυρία που σήκωσε το τηλέφωνο. Έκαναν ένα διάλειμμα διαφημιστικό 23 λεπτών, 23 λεπτά διάλλειμα διαφημιστικό και μετά άρχισαν να μιλάνε για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και ουδέποτε με πήραν τηλέφωνο. Τόση είναι η δεοντολογία η δημοσιογραφική, την οποία τηρούν ορισμένοι συνάδελφοι σας», κατήγγειλε η πρώην Πρωθυπουργός.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού
Η Βασιλική Θάνου αναφέρθηκε και στο ενδεχόμενο να λειτούργησε το ηχητικό του Ανδρέα Βγενόπουλου ως αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης, για την ακρίβεια. Ειδικά από τη στιγμή που κάποια διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά αποπέμφθηκε με νόμο που είχε αναδρομική ισχύ!!!
«Το θεωρώ σχεδόν βέβαιο, όπως σας είπα και πριν, διότι τότε, την ημέρα που έσκασε, και με συγχωρείτε για την λέξη που χρησιμοποιώ, που έσκασε τα ηχητικό αυτό, είχε φουντώσει πλέον η αγανάκτηση του κόσμου, για τις συνεχείς ανατιμήσεις των αγαθών, ακόμα και των αγαθών πρώτης ανάγκης. Είχε φουντώσει η αγανάκτηση για την ρήτρα αναπροσαρμογής, την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής, για την μεγάλη αύξηση στα καύσιμα. Βλέποντας λοιπόν όλη αυτή την αγανάκτηση, εισπράττοντας αυτή την αγανάκτηση η κυβέρνηση, και επίσης για να καλύψουν όπως σας είπα και πριν, την ημέρα εκείνη, την παραπομπή σε δίκη των υπευθύνων της Novartis, βρήκαν αυτό τον τρόπο. Πέταξαν αυτό το επικοινωνιακό πυροτέχνημα, το οποίο πράγματι τους βοήθησε για 2-3 μέρες και κάλυψε όλα τα άλλα ζητήματα και ο κόσμος ασχολήθηκε για 2-3 μέρες με την Θάνου και με τον Βγενόπουλο. Βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία χωρίς να πιστεύει ότι η Θάνου έκανε ποτέ εκβιασμό του Βγενόπουλου», ανέφερε η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
«Από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, σωστά το θέτετε και μου το υπενθυμίζετε, απομακρύνθηκα τότε, εν μια νυκτί θα μπορούσε να πει κανείς. Ήταν από τις πρώτες διατάξεις που έβγαλε η κυβέρνηση μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, η απομάκρυνσή μου, η βίαιη απομάκρυνση μου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, με έναν νόμο, ο οποίος παραβίαζε και το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Και ας μη μας πει κανείς, ότι μα αυτό κρίθηκε από την προσφυγή που είχατε κάνει στο Συμβούλιο Επικρατείας και το Συμβούλιο Επικρατείας είπε ότι ορθώς ήταν ο νόμος. Εδώ λοιπόν πρέπει να πω τώρα και χωρίς να με παρεξηγήσουν οι συνάδελφοι μου, οι Σύμβουλοι του Συμβουλίου Επικρατείας της πλειοψηφίας, η απόφαση αυτή του Συμβουλίου Επικρατείας βγήκε κατά πλειοψηφία. Υπήρχε τότε ισχυρή μειοψηφία, η οποία είπε ότι η υπόθεση αυτή πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για να κάνει ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου, της διάταξης αυτής, που εγώ έλεγα δηλαδή, ότι είναι αντίθετη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Δεν το έκανε αυτό η πλειοψηφία, παρά την ισχυρή μειοψηφία περί του αντιθέτου, αλλά έσπευσαν, κράτησαν οι ίδιοι την υπόθεση. Ενώ όφειλαν, αυτό λέει και η διάταξη, η ρητή διάταξη του Νόμου, οφείλει το εθνικό δικαστήριο να παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δεν το έκαναν αυτό. Κράτησαν οι ίδιοι την υπόθεση και έσπευσαν να βγάλουν μια απόφαση, με την οποία απέρριπταν την προσφυγή μου. Με αυτό τον παράνομο τρόπο λοιπόν, απομακρύνθηκα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Με ρωτάτε τώρα αν ήμουν εγώ. Ίσως θα ακουστεί ως ένας κομπασμός από μέρους μου, ότι αν ήμουν εγώ τώρα επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ίσως θα υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος της αισχροκέρδειας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, οφείλει πάντως και βλέπω το τελευταίο διάστημα, αυτό το λέω ως γεγονός, δεν το λέω προς ψόγο, ως πραγματικό γεγονός, δεν κάνει αυτά που θα έπρεπε να κάνει για την αποτροπή της αισχροκέρδειας. Αποτροπή της αισχροκέρδειας και στα διάφορα αγαθά, στο εμπόριο, αλλά και ως προς τις τιμές, ακόμα και στην ηλεκτρική ενέργεια. Διότι ακούω μερικούς που λένε ότι εκεί είναι αποκλειστικά αρμόδια η ΡΑΕ, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Όχι, δεν είναι έτσι. Για τις τιμές, για τα τυχόν καρτέλ και για όλα αυτά, είναι αρμόδια η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μπορούσε να τα είχε ελέγξει όλα αυτά. Δεν το έχει κάνει μέχρι στιγμής. Περισσότερα δεν μπορώ να πω εγώ, ως δικαστής επί 42 χρόνια. Η αντιμετώπιση αυτής της ακρίβειας, είναι κυρίως θέμα της κυβέρνησης, εξαρτάται από τις ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία εκάστοτε κυβερνά τον χρόνο που φουντώνει όλο αυτό. Η κυβέρνηση λοιπόν τώρα, θα έπρεπε να έχει ελέγξει την ρήτρα αναπροσαρμογής, να έχει καταργηθεί αμέσως. Τώρα μαθαίνουμε ότι από τον Ιούνιο, από ό,τι μας είπαν, με τους λογαριασμούς του Ιουνίου θα έρθει τυχόν μείωση, θα συμψηφιστεί η ρήτρα αναπροσαρμογής κλπ. Δεν ξέρουμε μέχρι στιγμής, αν αυτό θα μείνει απλή εξαγγελία, ή αν πράγματι θα υλοποιηθεί. Επίσης, θα μπορούσε ένα μέτρο, το οποίο ακούω ότι από τον Δεκέμβριο μήνα το προτείνουν, ακόμα και οι ίδιοι οι βενζινοπώλες, οι πρατηριούχοι. Ότι θα έπρεπε ήδη η κυβέρνηση, δηλαδή εδώ και πολλούς μήνες, να έχει μειώσει σημαντικά τους φόρους στα καύσιμα, ώστε να πέσει η τιμή των καυσίμων. Αυτή τη στιγμή ο κόσμος πνίγεται, έχει αγανακτήσει και δεν ξέρει πώς θα τα βγάλει πέρα, πώς θα πληρώσει το ρεύμα, πώς θα πληρώσει το πετρέλαιο της θέρμανσης ή την βενζίνη για την κίνηση του αυτοκινήτου του. Δεν ξέρει πώς θα αντιμετωπίσει τις αγορές του στο σούπερ μάρκετ για τα αναγκαία αγαθά, για την διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του. Αυτά όλα λοιπόν, όφειλε ήδη να τα έχει κάνει η κυβέρνηση», πρόσθεσε η Βασιλική Θάνου.
Στο τέλος της συνέντευξης, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ελλάδας αναφέρθηκε στην πάγια τακτική του Ανδρέα Βγενόπουλου.
«Μέχρι το 2015, έρχομαι στο 1ο σκέλος της παρατήρησής σας… Είχα 42 χρόνια υπηρεσία στο Δικαστικό Σώμα. Διορίστηκα, όπως είπατε και στο βίντεο, το 1975 και συνταξιοδοτήθηκα λόγω ορίου ηλικίας, το 2017. Ουδέποτε σε όλη αυτή την μακρόχρονη σταδιοδρομία μου, βλήθηκε έστω και ένας, να ψιθυρίσει, όχι να καταγγείλει, να ψιθυρίσει κάποια μομφή ή κάποιο υπονοούμενο εναντίον μου. Ήταν γνωστό το όνομά μου, από τους δικαστές εκείνους, δεν ήμουν η μόνη βεβαίως. Πολλοί δικαστές, σωστοί, έντιμοι δικαστές, οι οποίοι πολεμούσαμε τη διαφθορά. Και εκτιθέμεθα πολλές φορές ακριβώς μέσα στον αγώνα αυτό εναντίον της διαφθοράς. Θεωρώ λοιπόν ότι και ο ίδιος ο Βγενόπουλος και αυτό πρέπει να το πω εδώ, γιατί πολλοί θα διερωτηθούν, γιατί ο Βγενόπουλος τα έκανε όλα αυτά τότε. Είμαι πεπεισμένη ότι ο Βγενόπουλος ως ένας ισχυρός οικονομικός παράγων, θεωρούσε ότι ποτέ δεν θα τον αγγίξει η Ελληνική Δικαιοσύνη. Όταν λοιπόν είδε ότι δεν είχαν ευνοϊκή έκβαση για αυτόν οι αποφάσεις οι οποίες τον ενδιέφεραν, έκανε αυτή την στημένη καταγγελία σε βάρος μου, τον Μάιο του 2016, αφενός μεν «εκδικητικά» θα μπορούσα να πω εντός εισαγωγικών, αλλά και επίσης εκφοβιστικά. Ώστε να στείλει μήνυμα και σε εμένα προσωπικά ως Πρόεδρο τότε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι τότε χειρίζονταν διάφορες υποθέσεις που τον ενδιέφεραν, εκφοβιστικά λοιπόν, για να τους εκφοβίσει ότι εγώ, έχω την δύναμη να καταγγέλλω ψευδώς, να στην καταγγελία, ακόμα και εναντίον του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Άρα λοιπόν, θα πρέπει, έστω από τούδε και στο εξής, οι αποφάσεις να είναι για μένα ευνοϊκές, διότι άλλως θα πρέπει να φοβάται οποιοσδήποτε δικαστής ή εισαγγελέας χειρίζεται τις υποθέσεις μου. Εξάλλου, και ένα τελευταίο, αυτό ήταν η συνήθης τακτική του Ανδρέα Βγενόπουλου. Τι εννοώ; Ο Βγενόπουλος, σε όλη την σταδιοδρομία του, ως μεγαλοεπιχειρηματίας, όποιο δημόσιο πρόσωπο, στεκόταν απέναντι του και δεν τον διευκόλυνε στα σχέδια του, του κατέθετε εναντίον αγωγές ή μηνύσεις. Είχε καταθέσει 4-5 αγωγές και μηνήσεις, στον καθένα από τον τότε Υπουργό του ΠΑΣΟΚ, τον Νίκο Σηφουνάκη και τον Βουλευτή τον Δημήτρη Τσιρώνη, ο οποίος ήταν τότε ο Πρόεδρος της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής που έλεγχε τότε το Βατοπέδι και τις δανειοδοτήσεις που είχε κάνει ο Βγενόπουλος στη Μονή Βατοπεδίου. Τους έκανε λοιπόν σωρεία αγωγών και μηνύσεων και στους δυο, στα δυο αυτά πρόσωπα που προανέφερα, για συκοφαντική δυσφήμιση, ότι τον συκοφαντούσαν με αυτά τα οποία έλεγαν. Και τους ταλαιπώρησε επί πολλά χρόνια. Τελικά απερρίφθησαν όλες αυτές οι μηνήσεις, αλλά βεβαίως υπέστησαν μια μεγάλη ταλαιπωρία, τα δυο αυτά πρόσωπα. Επίσης, είχε καταθέσει αγωγή εναντίον του Αλέξη Τσίπρα, του Γιώργου Παπανδρέου και της Ντόρας Μπακογιάννη, το 2008, όταν και αυτοί τον κατήγγειλαν, νομίζω τότε, αν δεν κάνω λάθος, για το ξεπούλημα του ΟΤΕ, το οποίο τότε ήταν επίσης, ήταν Διευθύνων Σύμβουλος ο Βγενόπουλος, το ξεπούλημα του ΟΤΕ στην γερμανική εταιρεία. Μάλιστα, από ό,τι θυμάμαι, ζητούσε 3.000.000€ αποζημίωση κατά της Ντόρας Μπακογιάννη, περίπου ανάλογο ποσό από τον Αλέξη Τσίπρα και από τον Γιώργο Παπανδρέου. Και 10.000.000€ αποζημίωση από τον Δημήτρη Τσιρώνη που προανέφερα. Αυτό λοιπόν, ήταν μια γνωστή εκφοβιστική τακτική του Βγενόπουλου, ότι μη τολμήσει κανείς και αμφισβητήσει ή δώσει έναν παράνομο χαρακτήρα στις ενέργειες μου, διότι τότε θα τον στήσω απέναντι, με αγωγές, με μηνήσεις και θα τον ταλαιπωρήσω επί μεγάλο διάστημα», ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η Βασιλική Θάνου.