Αισιόδοξος για την εξεύρεση του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου, που θα επιτρέψει την κατάργηση το 2023 της εισφοράς αλληλεγγύης για τους συνταξιούχους και τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, δηλώνει σε συνέντευξή του στη «Ν» ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Για την έξοδο από τη μεταμνημονιακή εποπτεία, επισημαίνει πως μετά από 12 χρόνια κλείνει ένα επώδυνο κεφάλαιο για την Ελλάδα και η χώρα μας επιστρέφει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, ενώ εκτιμά πως θα έχει θετικό αντίκτυπο στις αγορές, στους επενδυτές και φέρνει πιο κοντά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Στο ερώτημα πότε θα μειωθούν ή θα καταργηθούν οι φόροι που επιβλήθηκαν στη διάρκεια των μνημονίων, αναφέρει πως οι αναγκαστικές αυξήσεις των δαπανών για τη στήριξη της κοινωνίας, που έφεραν οι αλλεπάλληλες κρίσεις (πανδημία και πόλεμος στην Ουκρανία), φρέναραν την πολιτική μείωσης των φόρων, αλλά στον στρατηγικό στόχο της κυβέρνησης παραμένει η ουσιαστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών, ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης.
Ο κ. Σταϊκούρας προαναγγέλλει νέα μέτρα στήριξης για τον περιορισμό των εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνεπειών της αύξησης της τιμής των καυσίμων, αξιοποιώντας τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργήθηκε το τελευταίο δίμηνο. Προσθέτει ότι όσο ασκείται συνετή δημοσιονομική πολιτική, θα υπάρχουν περιθώρια στήριξης, ακόμα και αν παραταθεί η κρίση. Για το ΑΕΠ ο υπουργός Οικονομικών εμφανίζεται αισιόδοξος. Τονίζει την ικανοποίησή του για την αύξηση κατά 7% το πρώτο τρίμηνο, επισημαίνοντας τη συμβολή της ανόδου των επενδύσεων, ενώ στο ερώτημα εάν παραμένει η τελευταία εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου για μέση αύξηση 3,1%, σημειώνει πως ο ετήσιος στόχος θα επανεκτιμηθεί μετά την επίδοση του β’ τριμήνου, αλλά υπογραμμίζει με νόημα πως «είναι πιθανό οι προβλέψεις μας για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2022 να είναι, όπως και τα προηγούμενα δύο χρόνια, συντηρητικές».
Σχετικά με την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, ο κ. Σταϊκούρας δηλώνει πως οι πρωτοβουλίες της ΕΚΤ θα περιορίσουν τον αντίκτυπο και προσθέτει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι μεν εδώ και δεκαετίες υψηλό, αλλά είναι βιώσιμο, όπως πιστοποιούν όλοι οι διεθνείς θεσμοί, οίκοι αξιολόγησης και εταίροι.
Το Eurogroup σηματοδότησε την έξοδο από τη μεταμνημονιακή εποπτεία. Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία;
«Πράγματι, ένας μεγάλος εθνικός στόχος επετεύχθη. Μετά την απόφαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, δρομολογείται η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, τον προσεχή Αύγουστο. Μάλιστα, την απόφαση αυτή συνόδευσαν ιδιαίτερα θετικές κρίσεις του συλλογικού οργάνου και των αρμοδίων για την Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο, σε συνδυασμό με την πρόωρη εξόφληση των δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, κλείνει, μετά από 12 χρόνια, ένα επώδυνο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Η Ελλάδα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και παύει να συνιστά εξαίρεση στην Ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα αυτό, που είναι καρπός της εντατικής και μεθοδικής δουλειάς της κυβέρνησης, αλλά κυρίως της υπομονής, της επιμονής, της μεγάλης αντοχής και των πολύχρονων θυσιών της ελληνικής κοινωνίας, θα έχει θετικό αντίκτυπο στις αγορές, στους επενδυτές και στους οίκους αξιολόγησης, φέρνοντας πιο κοντά την επίτευξη ενός ακόμα εθνικού στόχου, που είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023. Και, φυσικά, προσδίδει βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο βέβαια των υφιστάμενων κανόνων που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη».
Ωστόσο, κ. υπουργέ, παραμένει βαριά η «κληρονομιά» των μνημονίων, καθώς εξακολουθούν και βαραίνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις φόροι, όπως η εισφορά αλληλεγγύης, το τέλος επιτηδεύματος, ο ΕΝΦΙΑ, οι αυξήσεις φόρων στα καύσιμα, στον ΦΠΑ, στον φόρο εισοδήματος κ.λπ. Το ερώτημα είναι, πότε θα επιστρέψουμε στην «κανονικότητα»;
«Η δέσμευσή μας προς την κοινωνία, πριν από τις εκλογές, ήταν για την υλοποίηση μιας δημοσιονομικής πολιτικής με οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, που θα περιλαμβάνει σημαντικές μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Στόχος μας ήταν να ανακουφίσουμε τους πολίτες από την υπερφορολόγηση που είχε εφαρμόσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Προς αυτή την κατεύθυνση, την τελευταία τριετία, προχωρήσαμε, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολόγησης των φυσικών προσώπων από το 22% στο 9%, στη μείωση της προκαταβολής φόρου των επιχειρήσεων στο 80% και στα φυσικά πρόσωπα στο 55%, στη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, στη μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο 22%, στη μείωση της φορολόγησης του πρωτογενούς τομέα. Η αποτελεσματικότητα της ασκούμενης πολιτικής επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, στην οποία η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση στη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών, την περίοδο 2019-2021. Φυσικά, οι αλλεπάλληλες κρίσεις μάς ανάγκασαν να διαφοροποιήσουμε -μερικώς- τον προσανατολισμό μας και να προχωρήσουμε σε σημαντικές αυξήσεις δαπανών, προκειμένου να διαμορφώσουμε ένα “δίχτυ προστασίας” πάνω από την κοινωνία, κυρίως τα πιο ευάλωτα οικονομικά τμήματά της. Αυτή η αναγκαιότητα στέρησε δημοσιονομικό χώρο και ταμειακούς πόρους από τη δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερων και περισσότερων μειώσεων φόρων. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζουμε να στηρίζουμε γενναία και αποφασιστικά την ελληνική κοινωνία, υπηρετώντας, με αξιοσημείωτη συνέπεια και μεθοδικότητα, τον στρατηγικό μας στόχο για ουσιαστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών, ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης».
Η νέα κρίση υπάρχει περίπτωση να καθυστερήσει το σχέδιο της κυβέρνησης για τη μείωση των φόρων;
«Το 2023, επιπρόσθετα των μόνιμων μειώσεων φόρων που προανέφερα, επεκτείνεται η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα από τον ιδιωτικό τομέα και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αναζητείται, και εκτιμώ ότι θα βρεθεί, ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για την επέκταση της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης για το σύνολο της κοινωνίας».
Ο πληθωρισμός έχει εκτοξευτεί στο 11,3% τον Μάιο και, όπως φαίνεται από την εξέλιξη των τιμών των καυσίμων και των άλλων αγαθών, οι πιέσεις θα συνεχιστούν, πιέζοντας αισθητά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Πώς θα το αντιμετωπίσετε; Υπάρχει στα σχέδια της κυβέρνησης κάποιο σενάριο νέας αύξησης των μισθών για φέτος;
«Πράγματι, ο υψηλός πληθωρισμός, απόρροια κυρίως -αλλά όχι μόνο- της ενεργειακής κρίσης, αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα, ίσως την πιο σημαντική πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως χώρα, αλλά και ως Ευρώπη. Πρόβλημα που πιέζει πολύ τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και “ροκανίζει” το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Ως κυβέρνηση, έχουμε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και συναισθανόμαστε τις αγωνίες των συμπολιτών μας. Γι’ αυτό στεκόμαστε δίπλα τους και σε αυτή τη δοκιμασία, όπως επιτυχημένα πράξαμε και κατά την πανδημία, στηρίζοντάς τους γενναία και πολύπλευρα, μέσα από ένα ευρύ πλέγμα μέτρων. Απόδειξη αυτού είναι, όπως καταδεικνύεται και μέσα από εκθέσεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του Ινστιτούτου Bruegel, ότι η Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχει δαπανήσει σημαντικούς πόρους, σχεδόν διπλάσιους του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, μέχρι το τέλος του έτους έχουμε ενισχύσει την ελληνική κοινωνία με μέτρα ύψους 7,5 δισ. ευρώ, μέσα από επιδοτήσεις -και αναδρομικές- ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και καυσίμων, χορήγηση επιδόματος θέρμανσης, στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών και διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού. Και άμεσα θα ανακοινωθούν πρόσθετα μέτρα, αξιοποιώντας τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργήθηκε το τελευταίο δίμηνο, για τον περιορισμό των εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνεπειών της αύξησης της τιμής των καυσίμων».
Είναι βιώσιμο να ζει μια οικονομία διαρκώς με επιδοτήσεις ρεύματος, φυσικού αερίου και καυσίμων; Ο κρατικός προϋπολογισμός αντέχει να καταβάλλει διαρκώς επιδοτήσεις;
«Η κυβέρνηση προσπαθεί, και το επιτυγχάνει, να ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και της ταυτόχρονης στήριξης της κοινωνίας για τον περιορισμό των οικονομικών συνεπειών που απορρέουν από τις πολλαπλές, διαδοχικές και παράλληλες, εξωγενείς κρίσεις. Επιβάλλεται, συνεπώς, ανάμεσα στα μέτρα στήριξης να υπάρχουν και παρεμβάσεις επιδότησης βασικών πηγών που οδηγούν στη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος του πολίτη. Όσο ακολουθούμε, όπως πράττουμε μέχρι σήμερα, συνετή δημοσιονομική πολιτική και διορατική εκδοτική στρατηγική, αξιοποιώντας δημοσιονομικό χώρο και ταμειακά διαθέσιμα, ο κρατικός προϋπολογισμός θα αντέχει».
Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς, λόγω των ανατιμήσεων, μεγάλο μέρος του απορροφάται για τις ενεργειακές ανάγκες και τη Η Ελλάδα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και παύει να συνιστά εξαίρεση στην Ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα αυτό είναι καρπός της εντατικής και μεθοδικής δουλειάς της κυβέρνησης, αλλά κυρίως της υπομονής, της επιμονής, της μεγάλης αντοχής και των πολύχρονων θυσιών της ελληνικής κοινωνίας. διατροφή, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των «κόκκινων» δανείων και των απλήρωτων οφειλών προς την εφορία και τον ΕΦΚΑ;
«Σε παγκόσμια κλίμακα, στις κρίσεις υφίσταται ο κίνδυνος αύξησης του ιδιωτικού χρέους του πολίτη, αφού το διαθέσιμο εισόδημά του πιέζεται σημαντικά. Ευθύνη της κυβέρνησης είναι ο περιορισμός -στον βαθμό του εφικτού- αυτού του κινδύνου. Μέχρι σήμερα, με τις πολιτικές που εφαρμόσαμε, έχουμε καταφέρει αυτό να το πετύχουμε. Με ισχυρά πακέτα μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης, τα προγράμματα επιδότησης δόσεων δανείων, την έναρξη λειτουργίας του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, την απαλλαγή του πολίτη από την πληρωμή του μεγαλύτερου τμήματος της επιστρεπτέας προκαταβολής, την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και τις ρυθμίσεις φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Και, φυσικά, ενισχύοντας το διαθέσιμο εισόδημα του πολίτη, μέσα και από τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, αφού την τελευταία τριετία η απασχόληση έχει ενισχυθεί σημαντικά».
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει μια αύξηση των επενδύσεων που κινείται σε διψήφια ποσοστά. Πού αποδίδετε την εξέλιξη αυτή;
«Πράγματι, από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει μια αύξηση των επενδύσεων κατά 12,7% το πρώτο τρίμηνο του 2022, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελλάδα θα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στις επενδύσεις μέχρι και το 2023, με διψήφια μάλιστα άνοδο αυτών και το 2022. Η θετική αυτή εξέλιξη, που βελτιώνει την ποιότητα της σύνθεσης του ΑΕΠ και καθιστά την ανάπτυξη διατηρήσιμη, οφείλεται στη φιλοεπενδυτική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που περιλαμβάνει μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, θέσπιση φορολογικών κινήτρων, υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ψηφιοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης, δρομολόγηση αλλαγών μέσα από την εκτέλεση του φιλόδοξου Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπλέον, το κεφάλαιο αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που έχει χτίσει και κερδίσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, μέσα από την εφαρμογή μιας συνεπούς, αποφασιστικής και συνετής οικονομικής πολιτικής, συνδράμει στην εμπέδωση ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος».
Μιλάτε, ανάμεσα στα άλλα, για φορολογικά κίνητρα. Σε τι αναφέρεστε;
«Αναφέρομαι στη μείωση, κατά 50%, του φορολογικού συντελεστή για τις νεοφυείς επιχειρήσεις, για τα 3 πρώτα έτη λειτουργίας τους, στη θέσπιση έκπτωσης φόρου για δαπάνες που αφορούν λήψη υπηρεσιών για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτηρίων, στην αναστολή ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και στην αναστολή του φόρου υπεραξίας ακινήτων για 3 έτη, στη διαμόρφωση ειδικού καθεστώτος εναλλακτικής φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή για επενδυτές, συνταξιούχους, Έλληνες που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης και εταιρείες ειδικού σκοπού διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας, στη θέσπιση κινήτρων για ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Επιπρόσθετα, πολύ πρόσφατα, νομοθετήσαμε τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, μέσα από συνεργασίες και εταιρικούς μετασχηματισμούς, μέσω -μεταξύ άλλων- της έκπτωσης φόρου εισοδήματος ύψους 30% για 9 χρόνια στη νέα εταιρική σχέση, που ανέρχεται στο 50% για τους αγρότες. Ενώ παρέχουμε κίνητρο προσαυξημένης έκπτωσης κατά 100% σε δαπάνες μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αφορούν πράσινη οικονομία, ενέργεια και ψηφιοποίηση».
Το ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο αυξήθηκε 7%, που αποτελεί μια σημαντική επίδοση. Παραμένει ο στόχος για ανάπτυξη 3,1% φέτος;
«Επί του παρόντος, ο στόχος παραμένει ο ίδιος. Η όποια νεότερη εκτίμηση θα γίνει όταν θα έχουμε διαθέσιμα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, καθώς και καλύτερη εικόνα για την πορεία του τουρισμού και των συσχετιζόμενων εσόδων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι πάντως πιθανό, σύμφωνα με τους πρόδρομους δείκτες της οικονομίας, όπως καταδεικνύουν και οι εκτιμήσεις διεθνών φορέων -μεταξύ των οποίων αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου-, οι προβλέψεις μας για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2022 να είναι, όπως και τα προηγούμενα δύο χρόνια, συντηρητικές».
Η αύξηση του κόστους δανεισμού, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σας προβληματίζει για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους;
«Πράγματι, υφίσταται σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από τις αρχές του έτους. Μελλοντικά, από τη μία πλευρά η αύξηση των επιτοκίων και η κατάργηση των μη συμβατικών μέτρων άσκησης νομισματικής πολιτικής, και από την άλλη οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον περιορισμό του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων της Ευρωζώνης, θα επηρεάσουν, αντίρροπα, το κόστος δανεισμού. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τη χώρα μας, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι μεν εδώ και δεκαετίες υψηλό, αλλά είναι βιώσιμο, όπως πιστοποιούν όλοι οι διεθνείς θεσμοί, οίκοι αξιολόγησης και εταίροι. Οι παράμετροί του είναι ευνοϊκές, όπως το ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του διακρατάται από τον επίσημο τομέα και είναι σταθερού επιτοκίου, οι μικτές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και οι δαπάνες εξυπηρέτησης τόκων είναι χαμηλές, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας διατηρούνται σε υψηλά, ασφαλή επίπεδα, καθώς εφαρμόζουμε μια διορατική εκδοτική στρατηγική. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος υποχώρησε σημαντικά πέρυσι, κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καταγράφοντας μία από τις μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις δημοσίου χρέους στην ιστορία της Ευρωζώνης. Το ίδιο, ισόποσα ή και ισχυρότερα, εκτιμάται ότι θα γίνει και φέτος».