Παρά την επιβολή του όρου της μη συναναστροφής μαζί μου, ο ίδιος 17 Ιουνίου 2024 και ώρα 12:34 μετά μεσημβρίαν μου απέστειλε γραπτά μηνύματα στο κινητό αντίγραφα των οποίων θα σας προσκομίσω. Κατόπιν αυτών αναγκάστηκα να τον κάνω αποκλεισμό μέσω σχετικής εφαρμογής που έχει το κινητό μου.
Σήμερα και ώρα 22.42 ο Κ.Γ, συνάδελφος και συνεργάτης του συζύγου μου, με προσέθεσε σε μία ομαδική συνομιλία στο Viber, στην οποία συμμετείχα εγώ, ο σύζυγος μου και ο δικηγόρος. Είμαι πεπεισμένη ότι αυτό έχει γίνει κατόπιν εντολής που έλαβε από το σύζυγό μου καθώς ήδη ο δικηγόρος με έχει καλέσει πάρα πολλές φορές θέλοντας να μου μεταφέρει μηνύματα από τον σύζυγό μου, παρόλο που του έχω πει ότι δεν θέλω την παραμικρή επαφή.
Στην συνομιλία αυτή απέστειλε μηνύματα ο σύζυγος μου λέγοντας ότι προσπαθούν τα παιδιά του να μιλήσουν μαζί μου και να έρθουν στο σπίτι να πάρουν λεφτά. Σημειωτέον ότι μετά την απολογία του και αφού αφέθηκε ελεύθερος, οι κόρες του και ο εν λόγω δικηγόρος ήρθαν από το σπίτι ζητώντας μου ρούχα και χρήματα του πατέρα τους και τους παρέδωσα κάποια ρούχα και ένα τσαντάκι με χρήματα που είχε στο σπίτι.»
Στο σπιτι , όπως λέει η μηνύτρια, βρισκόταν οι γονείς της και σύμφωνα με την ίδια αυτοί που πήγαν δεν σεβάστηκαν την κατάστασή της παρόλο που «εγώ δεν αρνήθηκα να έρθουν, απλώς ζήτησα όχι εκείνη τη στιγμή» .
Όσον αφορά στα μηνύματα υποστηρίζει ότι «αυτά που μου απέστειλαν σήμερα για τα χρήματα αποστέλλονται σκοπίμως με προθέσεις που δε γνωρίζω ποιες είναι, πάντως σίγουρα παραβιάζοντας τον περιοριστικό όρο της μη συναναστροφής μαζί μου και επιδιώκοντας την περαιτέρω τρομοκράτηση μου και την επιβάρυνση της ψυχικής μου υγείας. Ήδη από χθες παρακολουθούμαι από ψυχολόγο της αστυνομίας και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου μου προκαλεί τρόμο και ανησυχία».
Η εκδοχή που δίνει η κ. Πολυζωγοπούλου για χθες είναι ότι: «Περίπου στις 10 το βράδυ βρισκόμουν στην οικία μου μαζί με τους γονείς μου και αφού έχω επιστρέψει λίγη ώρα με περιπολικό από την ψυχολογική υποστήριξη που δέχομαι, στην οποία με πηγαίνουν και με φέρνουν αστυνομικοί, αντιληφθήκαμε και οι τρεις να ανοίγει εξώπορτα του σπιτιού. Να σημειώσω ότι κλειδιά του σπιτιού υπάρχουν τρία. Δυο ζευγάρια κλειδιά που έχω εγώ στην κατοχή μου και ήταν μέσα στο σπίτι και ένα ακόμα το οποίο, ο μόνος που έχει στην κατοχή του είναι ο κατηγορούμενος σύζυγος μου και τα οποία προφανώς ο ίδιος δεν παρέδωσε στις ανακριτικές αρχές όταν έλαβε γνώση της διάταξης του περιοριστικού όρου της μετοίκησης.
Αμέσως πάτησα το μπουτόν πανικού που μου έχει χορηγηθεί από την αστυνομία και το ιδιωτικό κουμπί πανικού που έχω στην κατοχή μου και είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει απευθείας στην αστυνομία.
Εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι και από τα παράθυρα είδαμε να έχουν έρθει στον χώρο ο δικηγόρος, η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου και οι μεγάλη κόρη του συζύγου μου. Ο πατέρας μου φώναξε «τι κάνετε μέσα στο σπίτι;» και η πρώην σύζυγος απάντησε «εδώ είναι το σπιτι του Αποστολή και ήρθαμε να πάρουμε ότι θελουμε». Άνοιξα την εσωτερική πόρτα του σαλονιού του ζήτησα να φύγουν γιατί δεν είμαι καλά και να σεβαστούν την κατάσταση μου και να μείνει μόνο το παιδί. Πλησίασε ο αστυνομικός που ήταν έξω από το σπίτι, ο οποίος και αυτός όλη την ώρα προσπαθούσε να τους βγάλει από την αυλή. Εγώ τους είπα «αφήστε μόνο το παιδί μέσα και φύγετε» και η πρώην σύζυγος φώναζε «θα μπούμε μέσα και θα πάρουμε τα πράγματα του Αποστόλη». Ο δε συνεργάτης – δικηγόρος άρχισε να βλαστημάει με απειλητικό ύφος και εκφράσεις. Ταράχτηκα πάρα πολύ και λιποθύμησα και κλήθηκε το ΕΚΑΒ από τον αστυνομικό.»
Όπως σημειώνει δε στη μήνυσή της, ο δικηγόρος και η πρώην σύζυγός ενήργησαν ως όργανα με την πειθώ τις προτροπές και την φορτικότητα του Αποστόλου Λύτρα με συνέπεια να έχει καταστεί ο ίδιος ηθικός αυτουργός των πράξεών τους, αλλά και αυτουργός της παραβίασης της διάταξης των περιοριστικών όρων.
Ο αστυνομικός
Το χθεσινό περιστατικό περιγράφει στην κατάθεσή του ο ένας εκ των δύο αστυνομικών που έχει αναλάβει την φύλαξη του σπιτιού. «Περί ώρα 21.55 μμ προσήλθε πεζός ένας κύριος με κοστούμι, ο όποιος δε μας μίλησε καθόλου και πήγε να μπει μέσα στο σπίτι. Τον ρωτήσαμε ποιος είναι και τι θέλει κι εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι συνεργάτης της οικογένειας και ότι έχει μιλήσει, υπονοώντας ότι έχει συνεννοηθεί με την κυρία Πολυζωγόπουλου. Τότε χτύπησα με το κουδούνι στο να λάβουμε οδηγίες σχετικά με το άτομο πλην όμως ουδείς αποκρίθηκε του.
Όσο αναμένουμε την απάντηση από την οικία ο έτερος συνάδελφος αποχώρησε και μετά από 2 λεπτά προσήλθαν στο σημείο δύο κύριες. Απωθεί ειδικά σε αυτές και τους ρώτησα για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ, ενημερώνοντας τους ότι δεν μπορεί να εισέλθει κάνεις την οικία. Τότε η νεαρή κοπέλα εκ των δύο μου απάντησε ότι μένει εδώ και πως εχει τα κλειδιά ενώ μου έδειξε αντίγραφο ταυτότητας που έφερε το ίδιο επίθετο με το γνωστό ποινικολόγο και της απάντησα πως εάν είναι να μπει κάποιος απ’ τους τρεις θα μπει μόνο η κοπέλα και ότι ακόμα περιμένω απάντηση από το κουδούνι για τον κύριο.
Τότε με τα κλειδιά της η κοπέλα άνοιξε την αυλόπορτα για να μου αποδείξει ότι όντως κάτοικος της οικίας, λέγοντας μου άλλη μια φορά ότι θέλει να πάρει τα πράγματα της. Την στιγμή που άνοιξε η πόρτα ήρθαν και οι τρεις στον αύλειο χώρο και τους φώναξα «σας παρακαλώ περάστε έξω». Εκείνη τη στιγμή ένας κύριος μεγάλης ηλικίας όποιος βρισκόταν κι αυτό στην αυλή άρχισε να φωνάζει «γιατί τους άφησες να μπουν;»
Συνέχισα να δίνω εντολές στους τρεις να βγουν έξω και ταυτόχρονα εξήγησα στον κύριο μεγάλης ηλικίας ότι η κοπέλα κάτοικοι εδώ. Όταν ο κύριος αυτός μου απάντησε ότι ούτε η κοπέλα μένει εδώ και να περάσουν όλοι έξω, τότε επανέλαβα ακόμα πιο έντονα την εντολή «περάστε όλοι έξω και η νεαρή δεσποινίς».
Τελικώς ακολούθησαν τις οδηγίες μου, εξήλθαν της αυλής και ασφάλισαν την πόρτα και κυρίως που ήταν μέσα μου είπε να μην μπει κανείς όπως έχει δοθεί εντολή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί κυρία Σοφία για να λάβω επίσημες οδηγίες.
Οι ανώτεροί μου με ενημέρωσαν ότι έχουν λάβει σήμα από κουμπί πανικού. Μετά από λίγο εξήλθε από την οικία η κυρία Σοφία, ο κύριος μεγάλης ηλικίας που ήταν μέσα στο σπίτι και ταυτόχρονα πλησιάσανε και οι προηγούμενοι τρεις οπότε και ξεκίνησαν αντεγκλήσεις αναμεταξύ τους όπου χαρακτηριστικά παραθέτω κάποιες από τις στιχομυθίες που έγιναν.
«Γιατί έρχεστε στο σπιτι μου; Γιατί μου το κάνετε αυτό;» είπε η κυρία Σοφία και ο πατέρας της έλεγε «γιατί έρχεστε εδώ; Δε βλέπετε σε τι κατάσταση είναι η κόρη μου;».
Οι δύο κύριες αποκρίνονταν «γιατί δε μας αφήνεις να πάρουμε τα πράγματα, εμείς είμαστε μαζί σου και το ξέρεις». Τότε η Σοφία είπε απευθυνόμενη στην μεγαλύτερη κυρία «γιατί παίρνεις το μέρος του ενώ τα έχεις πάθει κι εσύ», ενώ βρισκόταν σε σοκ. Μου δήλωσε ότι θέλει να τους κάνει μήνυση και μετά από λίγο κατέρρευσε από την φόρτιση. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την μετέφερα εντός της αυλής και της πρόσφερα με λίγο νερό.»
Πηγή: real.gr