Το σύνθημα «δεν είναι παράδοση, είναι βία»,αποτελεί προϊόν του ακτιβισμού των οικολόγων απέναντι στα έθιμα του Πάσχα. Ταυτόχρονα όμως, ταιριάζει και ως αφετηρία και για άλλα ζητήματα όπως αυτό της οπλοκατοχής στην Κρήτη. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, αν η οπλοχρησία υπαγορεύεται όντως από την πολιτισμική παράδοση του νησιού ή αν πρόκειται αποκλειστικώς για φαινόμενο βίας και παραβατικότητας.
Απαραίτητη για την διεξαγωγή της συζήτησης και για την απάντηση στο αρχικό ερώτημα το οποίο ετέθη, κρίνεται μία αναδρομή στις σελίδες της κρητικής ιστορίας. Κάνοντας κανείς ακόμα και μία επιφανειακή ιστοριογραφική μελέτη, θα διαπιστώσει πράγματι, ότι η σχέση του Κρητικού με το όπλο υπήρξε παροιμιώδης. Οι Κρητικοί πρωτοστατούν σε κάθε ένοπλο αγώνα για την λευτεριά ή για την προστασία, όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας τους αλλά και της μάνας Ελλάδας. Ενδεικτικώς μόνο μπορεί κανείς να αναφέρει μερικά από τα πολεμικά εγχειρήματα των Κρητικών, όπως τις 27 επαναστάσεις στα 457 χρόνια της ενετοκρατίας στο νησί, την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770-71, την συμμετοχή στον Μακεδονικό αγώνα, το 1904-8 ή την ηρωική αντίσταση στην γερμανική κτηνωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πληθώρα λοιπόν των ένοπλων επιχειρήσεων του κρητικού λαού, δεν επιτρέπει στον στοχαστή παρά μόνο ακροθιγώς να αναφερθεί σε αυτές.
Τι γίνεται όμως στην σημερινή, κρητική κοινωνία; Στην Κρήτη που συγκαταλέγεται στα 5 μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου, που αποτελεί την ναυαρχίδα της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας και που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών κεκτημένων, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελεύθερα αναπτυσσόμενης οικονομίας, η οπλοχρησία ανθεί. Το παρεμπόριο των όπλων συντηρεί σταθερά μία ραγδαίως εξελισσόμενη αγορά, που τροφοδοτεί τους Κρητικούς με ποικιλία οπλικών ειδών. Έτσι, παρατηρείται έντονα η κυκλοφορία τους στο νησί και ιδιαιτέρως στις κοινωνικές εμφανίσεις των κατοίκων. Καπηλευόμενοι οι Κρητικοί την ένδοξη ιστορία του τόπου και των προγόνων τους, δικαιολογούν την οπλοκατοχή ως πολιτισμικό κληροδότημα.
Οι επιπτώσεις της όμως καθίστανται συχνά ολέθριες. Στις εκδηλώσεις οι παρευρισκόμενοι έρχονται πολλές φορές αντιμέτωποι με ριπές πυροβολισμών, κυριολεκτικώς πάνω από τα κεφάλια τους. Δυστυχώς όμως, οι συνέπιες του φαινομένου αυτού, που λόγω της ευρείας διάδοσής και αποδοχής του θεωρείται πλέον κανονικότητα, δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό. Δεν είναι λίγες οι φορές που οικογένειες ή και κοινωνίες ολόκληρες έχουν βυθιστεί στο πένθος. Άνθρωποι νέοι με σχέδια και όνειρα για το μέλλον, χάνουν την ζωή τους εξαιτίας ενός λάθους χειρισμού. Ύστερα, όταν εύλογα γεννιέται το ερώτημα. «Δεν είναι επαρκές κίνητρο οι θάνατοι τόσων νέων για να σταματήσει πια αυτή η βαρβαρότητα;» η απάντηση είναι απόλυτη και κατηγορηματική «όχι». Συνεχίζουμε στα ίδια μονοπάτια πιστεύοντας ότι δεν θα τύχει σε εμάς, να θρηνήσουμε έναν δικό μας άνθρωπο.
Επιστέγασμα όλης αυτής της κατάστασης είναι η διαχρονική ύπαρξη της περιβόητης κρητικής βεντέτας. Τα «οικογενειακά», όπως συνηθίζεται να λέγονται στην Κρήτη, συχνά αιματοκυλίζουν ολόκληρες οικογένειες. Η οπλοκατοχή γεννά στους Κρητικούς την εντύπωση, ότι οι διαφορές τους είναι θεμιτό να λύνονται μέσω της ένοπλης βίας. Έτσι δεν σπανίζει το φαινόμενο σε διενέξεις με οποιαδήποτε αφορμή τον τελευταίο λόγο να παίρνουν τα όπλα, με συνακόλουθη την απώλεια της ανθρώπινης ζωής και την οδύνη που αυτή μπορεί να προκαλέσει.
Εξερευνώντας κανείς τις συνθήκες που επικρατούν σχετικώς με την οπλοχρησία στην σύγχρονη Κρήτη οδηγείται σε συγκεκριμένους προβληματισμούς και συμπεράσματα: Ο όλεθρος, που μπορεί να προξενήσει η ανεξέλεγκτη χρήση των όπλων, κάθε άλλο παρά συνυφασμένος με την κουλτούρα του τόπου είναι. Η γενέτειρα του Θεοτοκόπουλου, του Κορνάρου, του Καζαντζάκη και πολλών άλλων πνευματικών προσωπικοτήτων, που πρωτοστάτησαν ανά τους αιώνες στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, ο τόπος, που ακόμα οι άνθρωποι του διατηρούν την λαϊκή παράδοση ζωντανή με τους χορούς, τα τραγούδια, την γαστρονομία και τα χειροποίητα αριστουργήματα που παράγουν, έχει ισχυρότερες πολιτισμικές παρακαταθήκες να επιδείξει από την οπλοχρησία σε ειρηνικούς καιρούς. Το τι είναι τελικώς αυτό, που γεννά στους Κρητικούς την ανάγκη να οπλοφορούν, θα πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της «ψυχανάλυσης της φυλής» και όχι του πολιτισμού.
Ενδεχομένως να είναι ένας τρόπος να επιδείξουμε την παρουσία μας και να ξεχωρίσουμε μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, υποκινούμενοι από κίνητρα εγωιστικά. Είναι πάντως εξόφθαλμο, πως η συνάφεια της οπλοκατοχής στην Κρήτη είναι μεγαλύτερη με την βία παρά με την παράδοση.
Το σύνθημα «δεν είναι παράδοση, είναι βία»,αποτελεί προϊόν του ακτιβισμού των οικολόγων απέναντι στα έθιμα του Πάσχα. Ταυτόχρονα όμως, ταιριάζει και ως αφετηρία και για άλλα ζητήματα όπως αυτό της οπλοκατοχής στην Κρήτη. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, αν η οπλοχρησία υπαγορεύεται όντως από την πολιτισμική παράδοση του νησιού ή αν πρόκειται αποκλειστικώς για φαινόμενο βίας και παραβατικότητας.
Απαραίτητη για την διεξαγωγή της συζήτησης και για την απάντηση στο αρχικό ερώτημα το οποίο ετέθη, κρίνεται μία αναδρομή στις σελίδες της κρητικής ιστορίας. Κάνοντας κανείς ακόμα και μία επιφανειακή ιστοριογραφική μελέτη, θα διαπιστώσει πράγματι, ότι η σχέση του Κρητικού με το όπλο υπήρξε παροιμιώδης. Οι Κρητικοί πρωτοστατούν σε κάθε ένοπλο αγώνα για την λευτεριά ή για την προστασία, όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας τους αλλά και της μάνας Ελλάδας. Ενδεικτικώς μόνο μπορεί κανείς να αναφέρει μερικά από τα πολεμικά εγχειρήματα των Κρητικών, όπως τις 27 επαναστάσεις στα 457 χρόνια της ενετοκρατίας στο νησί, την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770-71, την συμμετοχή στον Μακεδονικό αγώνα, το 1904-8 ή την ηρωική αντίσταση στην γερμανική κτηνωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πληθώρα λοιπόν των ένοπλων επιχειρήσεων του κρητικού λαού, δεν επιτρέπει στον στοχαστή παρά μόνο ακροθιγώς να αναφερθεί σε αυτές. Τι γίνεται όμως στην σημερινή, κρητική κοινωνία; Στην Κρήτη που συγκαταλέγεται στα 5 μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου, που αποτελεί την ναυαρχίδα της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας και που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών κεκτημένων, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελεύθερα αναπτυσσόμενης οικονομίας, η οπλοχρησία ανθεί. Το παρεμπόριο των όπλων συντηρεί σταθερά μία ραγδαίως εξελισσόμενη αγορά, που τροφοδοτεί τους Κρητικούς με ποικιλία οπλικών ειδών. Έτσι, παρατηρείται έντονα η κυκλοφορία τους στο νησί και ιδιαιτέρως στις κοινωνικές εμφανίσεις των κατοίκων.
Καπηλευόμενοι οι Κρητικοί την ένδοξη ιστορία του τόπου και των προγόνων τους, δικαιολογούν την οπλοκατοχή ως πολιτισμικό κληροδότημα. Οι επιπτώσεις της όμως καθίστανται συχνά ολέθριες. Στις εκδηλώσεις οι παρευρισκόμενοι έρχονται πολλές φορές αντιμέτωποι με ριπές πυροβολισμών, κυριολεκτικώς πάνω από τα κεφάλια τους. Δυστυχώς όμως, οι συνέπιες του φαινομένου αυτού, που λόγω της ευρείας διάδοσής και αποδοχής του θεωρείται πλέον κανονικότητα, δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό. Δεν είναι λίγες οι φορές που οικογένειες ή και κοινωνίες ολόκληρες έχουν βυθιστεί στο πένθος. Άνθρωποι νέοι με σχέδια και όνειρα για το μέλλον, χάνουν την ζωή τους εξαιτίας ενός λάθους χειρισμού. Ύστερα, όταν εύλογα γεννιέται το ερώτημα. «Δεν είναι επαρκές κίνητρο οι θάνατοι τόσων νέων για να σταματήσει πια αυτή η βαρβαρότητα;» η απάντηση είναι απόλυτη και κατηγορηματική «όχι». Συνεχίζουμε στα ίδια μονοπάτια πιστεύοντας ότι δεν θα τύχει σε εμάς, να θρηνήσουμε έναν δικό μας άνθρωπο.
Επιστέγασμα όλης αυτής της κατάστασης είναι η διαχρονική ύπαρξη της περιβόητης κρητικής βεντέτας. Τα «οικογενειακά», όπως συνηθίζεται να λέγονται στην Κρήτη, συχνά αιματοκυλίζουν ολόκληρες οικογένειες. Η οπλοκατοχή γεννά στους Κρητικούς την εντύπωση, ότι οι διαφορές τους είναι θεμιτό να λύνονται μέσω της ένοπλης βίας. Έτσι δεν σπανίζει το φαινόμενο σε διενέξεις με οποιαδήποτε αφορμή τον τελευταίο λόγο να παίρνουν τα όπλα, με συνακόλουθη την απώλεια της ανθρώπινης ζωής και την οδύνη που αυτή μπορεί να προκαλέσει.
Εξερευνώντας κανείς τις συνθήκες που επικρατούν σχετικώς με την οπλοχρησία στην σύγχρονη Κρήτη οδηγείται σε συγκεκριμένους προβληματισμούς και συμπεράσματα: Ο όλεθρος, που μπορεί να προξενήσει η ανεξέλεγκτη χρήση των όπλων, κάθε άλλο παρά συνυφασμένος με την κουλτούρα του τόπου είναι. Η γενέτειρα του Θεοτοκόπουλου, του Κορνάρου, του Καζαντζάκη και πολλών άλλων πνευματικών προσωπικοτήτων, που πρωτοστάτησαν ανά τους αιώνες στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, ο τόπος, που ακόμα οι άνθρωποι του διατηρούν την λαϊκή παράδοση ζωντανή με τους χορούς, τα τραγούδια, την γαστρονομία και τα χειροποίητα αριστουργήματα που παράγουν, έχει ισχυρότερες πολιτισμικές παρακαταθήκες να επιδείξει από την οπλοχρησία σε ειρηνικούς καιρούς. Το τι είναι τελικώς αυτό, που γεννά στους Κρητικούς την ανάγκη να οπλοφορούν, θα πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της «ψυχανάλυσης της φυλής» και όχι του πολιτισμού.
Ενδεχομένως να είναι ένας τρόπος να επιδείξουμε την παρουσία μας και να ξεχωρίσουμε μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, υποκινούμενοι από κίνητρα εγωιστικά. Είναι πάντως εξόφθαλμο, πως η συνάφεια της οπλοκατοχής στην Κρήτη είναι μεγαλύτερη με την βία παρά με την παράδοση.