Αρκετό δρόμο έχει μπροστά του το σημαντικό, γεωπολιτικώς, εγχείρημα Αθήνας και Λευκωσίας να διασυνδεθούν «ηλεκτρικώς» μέσω του φιλόδοξου έργου του Great Sea Interconnector (GSI), που δυνητικά θα συνενώσει, δυτικά, την αγορά ηλεκτρικής ενεργείας της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Κρήτης με την Ελλάδα και την ΕΕ, αλλά και εν συνεχεία, σε δεύτερη φάση, ανατολικά με το Ισραήλ.
Άλλωστε εφ’ όσον ολοκληρωθεί το έργο, θα πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα καλώδια ηλεκτρικής διασυνδέσεως διεθνώς, μια και θα απλώνεται σε 898 χλμ. για να συνδέσει την Κρήτη με την Κύπρο και σε άλλα 310 χλμ., εφ’ όσον ο GSI προχωρήσει για να συμπεριλάβει και το Ισραήλ (σύνολο 1.208 χλμ.). Προφανείς είναι και οι γεωπολιτικές πτυχές στο φόντο, βεβαίως, και των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή, καθώς θα αποτελέσει μια, έστω και περιορισμένης ισχύος, αλλά ιδιαίτερα συμβολική «βαλβίδα» ενεργειακής ασφαλείας, αλλά και έναν «αγωγό» μεταξύ των δύο χριστιανικών κρατών της περιοχής και βεβαίως του εβραϊκού κράτους σε μια «μουσουλμανική» ανατολική Μεσόγειο.
Αναμφίβολα, πέραν των τεχνικών λεπτομερειών, που αποσαφηνίστηκαν την εβδομάδα που πέρασε, μεγάλα ζητήματα άπτονται των «αναμονών» που υπάρχουν, σε οικονομικό, αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Εκεί είναι, άλλωστε, το σημείο όπου θα κριθεί το έργο, καθώς η μεν Αθήνα, επί της ουσίας, ανέλαβε να διαχειρισθεί τα γεωπολιτικά ρίσκα και τις τουρκικές αντιδράσεις, ενώ η Λευκωσία έβαλε πιο «βαθιά το χέρι στην τσέπη» για ένα έργο που έχει υψηλές οικονομικές απαιτήσεις, αλλά και πολλές προκλήσεις βιωσιμότητος.
«Σκακιέρα» για την ΑΟΖ
Συγκεκριμένα, σε γεωπολιτικό επίπεδο, το μεγάλο στοίχημα έχει να κάνει με την Τουρκία, αλλά και την ευκαιρία που αναζητεί να ορίσει στο πεδίο, de facto, το κρίσιμο τρίγωνο της δικής της ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο, όπου θα καταφαίνεται η μηδενική επίδραση του Καστελλορίζου στην θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης και δυτικά της Κύπρου, πέραν ακόμη και από το έωλο νομικά τουρκολυβικό σύμφωνο.
Έτσι μπορεί, βάσει των όσων αναφέρουν αναλυτές, η Σύμβαση Δικαίου της Θαλάσσης (1982) να επιτρέπει την πόντιση καλωδίου, καθώς άπτεται των δικαιωμάτων ελευθερίας της θαλάσσης και δεν εντάσσεται στις εκτός των χωρικών υδάτων διεκδικήσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ), ωστόσο οι έρευνες που προηγούνται εμπίπτουν ακριβώς σε αυτήν τη διαδικασία, η οποία, για να γίνει, προϋποθέτει, βάσει, τουλάχιστον, όσων λέει η Άγκυρα, σχετικές αδειοδοτήσεις. Εξ ου και οι θορυβώδεις εμφανίσεις τουρκικών πλοίων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατά το στάδιο των ερευνών, νότια της Κάσου, το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τα μηνύματα που έστειλαν εν όψει των νέων ερευνών βυθού που απαιτούνται.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 79 της συμβάσεως, στην υφαλοκρηπίδα όπου το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ερεύνης επί του βυθού και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων δεν μπορεί να παρεμποδίζεται η τοποθέτηση καλωδίων και σωληναγωγών. Όπως αναφέρεται, η τοποθέτηση διασφαλίζεται ως ελεύθερη χρήση υπό τους όρους της σύμβασης. Ωστόσο, Ελλάδα και Λευκωσία θα κληθούν να αποδείξουν ότι μπορούν να υλοποιήσουν το όλο έργο, αλλά και να δείξουν στην Άγκυρα ότι έχουν «τα κότσια» να εφαρμόσουν το προφανές, δηλαδή το Διεθνές Δίκαιο, σε περιοχές όμως που δεν υπάρχουν ορισμένες ΑΟΖ, αλλά και υφαλοκρηπίδα.
Συνακολούθως και η ΕΕ θα κληθεί να τοποθετηθεί ως «θεματοφύλακας» δικαίου, αλλά και ως κατά νόμο και λόγο εγγυητής συμπεφωνημένων κεντρικών πολιτικών, που δεν είναι άλλες από την ενοποίηση των ενεργειακών αγορών των κρατών-μελών της. Ειρήσθω εν παρόδω, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της ΕΕ…
Όλα αυτά αναμένεται να αναφανούν με τον πιο καθαρό τρόπο και στο ελληνικό Κοινοβούλιο, καθώς, βάσει πληροφοριών, η όλη συμφωνία για το έργο και κυρίως το πλαίσιο επιμερισμού του γεωπολιτικού ρίσκου θα περάσει μέσα από την Βουλή.
Σημειώνεται ότι, βάσει των όσων έχουν γίνει γνωστά, η ελληνική Κυβέρνηση έχει αποδεχθεί να επιμερισθεί κατά 50% στις δύο πλευρές το όποιο κόστος από ενδεχομένη διακοπή ή μη λειτουργία της διασυνδέσως για λόγους για τους οποίους δεν θα ευθύνεται ο φορέας υλοποιήσεως, δηλαδή, πρακτικά, στην περίπτωση που υπάρξει επιθετική κίνηση από την Τουρκία. Κάτι που «κλείδωσε» την περασμένη Πέμπτη, με αποδοχή σχετικών αιτημάτων της Λευκωσίας, για αλλαγή της αρχικής αναλογίας 63%-37%. Μένει, βεβαίως, να διασαφηνιστεί πότε και με ποια διαδικασία θα ενσωματωθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο η σχετική απόφαση.
Βέβαια, είναι προφανές, στη βάση και του πολιτικού κεκτημένου, μετά την εισβολή του 1974, και στο φόντο των φιλοδοξιών της Αθήνας για ενεργό ρόλο στα τεκταινόμενα στην ανατολική Μεσόγειο, ότι είναι εκείνη που θα σηκώσει το γεωπολιτικό βάρος και δευτερευόντως η Κυπριακή Δημοκρατία. Άρα και εδώ η Αθήνα καλείται να αποδείξει με την ανάληψη του γεωπολιτικού ρίσκου, σε μεγάλο βαθμό, ότι πιστεύει το έργο και ότι είναι πρόθυμη να βγάλει τα «κάστανα από την φωτιά», είτε με πολιτική ήπιας ισχύος και ενεργοποίησης νομικών δεσμεύσεων που απορρέουν από το Δίκαιο της Θαλάσσης, είτε με κινήσεις σε διπλωματικό επίπεδο έναντι της Τουρκίας.
Οικονομική πτυχή
Επίσης, το επόμενο διάστημα και με αφορμή την συνέχιση του διαλόγου και στην Βουλή, αλλά και στην Κύπρο, αναμένεται να αναδειχθεί και το κατά πόσον το όλο σχέδιο είναι οικονομικώς βιώσιμο, καθώς έχουν ακουστεί πολλά. Βάσει, πάντως, όσων έχει αναφέρει στο πρόσφατο παρελθόν ο κ. Σκυλακάκης, το καλώδιο Κρήτης – Κύπρου, Great Sea Interconnector, κατά την γνώμη της ελληνικής Κυβέρνησης, δεν αντιμετωπίζει κανένα θέμα οικονομικής σκοπιμότητος, από πλευράς ωφελειών που παρέχει, προ παντός στους Κυπρίους καταναλωτές.
Όπως εξήγησε, βάσει των στοιχείων της μελέτης και του μοντέλου του ΑΔΜΗΕ και των δημοσίων διαθεσίμων στοιχείων για την λειτουργία των δύο αγορών, οι διαφορές τιμών μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου είναι τόσο μεγάλες (ακριβότερη κατά 72 ευρώ η κυπριακή αγορά από την ελληνική το 2024), που σε όλα τα πιθανώς ρεαλιστικά σενάρια το καλώδιο έχει σημαντικά κέρδη από πλευράς Κυπρίων καταναλωτών.
Καταλύτης, πάντως, των εξελίξεων των τελευταίων ημερών ήταν η πολιτική δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του έργου το συντομότερο δυνατόν, και «αφού ολοκληρωθεί η μελέτη της δέουσας επιμέλειας και η σύσταση εταιρείας ειδικού σκοπού, για την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη προχωρημένες διαβουλεύσεις και με τρίτα κράτη». Κάτι που επιβεβαίωσε την περασμένη Πέμπτη ο Κύπριος Πρόεδρος, Νίκος Χριστοδουλίδης, κατά την συνάντηση που είχε με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Στο μεταξύ, από το απόγευμα της Πέμπτης κατεβλήθη έντονη προσπάθεια να καταγραφούν τα σχέδια των ρυθμιστικών πράξεων, ώστε, όπερ και εγένετο, εν συνεχεία η Ρυθμιστική Αρχή Ενεργείας της Κυπριακής Δημοκρατίας να δώσει το «πράσινο φως». Όλα αυτά μετά τις αμοιβαίες υποχωρήσεις των δύο πλευρών και στο παρά πέντε της εκπνοής του σχετικού «τελεσιγράφου» της Nexans, που έχει αναλάβει να κατασκευάσει το καλώδιο, έργο που απαιτεί, βεβαίως, σαφή δέσμευση και μεγάλα κεφάλαια.
Να σημειωθεί ότι την Παρασκευή η ΡΑΕΚ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου) ενέκρινε σε μαραθώνια συνεδρίαση τα όσα συνεφωνήθησαν στην Αθήνα και προέβλεπαν την ανάκτηση 125 εκατ. ευρώ από τον ΑΔΜΗΕ κατά την φάση της κατασκευής και την παράταση της εγγυημένης αποδόσεως του έργου, 8,3% (Premium WACC), από τα 12 στα 17 χρόνια. Συγκεκριμένα, η ρυθμιστική Αρχή υιοθέτησε δύο αλλαγές: Την έναρξη ανακτήσεως εξόδων από τον φορέα υλοποιήσεως από το 2025 μέχρι και το 2029, έναντι 25 εκατ. ευρώ τον χρόνο, τα οποία θα αποκόπτονται από τους καταναλωτές, αλλά θα επιστρέφονται σε αυτούς με κρατική επιδότηση, που θα διατίθεται μέσω των λογαριασμών ηλεκτρισμού. Επίσης, παρατάθηκε για 17 χρόνια η παραχώρηση προνομιακού ποσοστού αποδόσεως κεφαλαίου (8,3%) στον φορέα υλοποιήσεως.
Πάντως, άλλες αλλαγές, που αφορούν στον διασυνοριακό επιμερισμό εξόδων (CBCA), θα γίνουν σε επόμενο στάδιο. Υπενθυμίζεται ότι ένα μέρος της εμπλοκής οφειλόταν σε συνεχείς κυπριακές απαιτήσεις για αλλαγή της αναλογίας των δύο μερών που προβλέπει η διασυνοριακή κατανομή κόστους του έργου (Cross Border Cost Allocation), γνωστή ως CBCA. Το CBCA μέχρι τώρα προέβλεπε αναλογία 37% για την Ελλάδα και 63% για την Κύπρο ως αμέσως ωφελουμένη από το έργο χώρα.
Μένει να αποσαφηνισθεί, καθώς πλέον η Ελλάς έχει ήδη αποδεχθεί, προκειμένου να αμβλυνθούν οι ανησυχίες της Κύπρου για το γεωπολιτικό ρίσκο, να αναλάβει κατά 50% τις δαπάνες σε περίπτωση που το έργο σταματήσει για λόγους που δεν ελέγχονται από τον φορέα υλοποιήσεως.
Πηγή: εφημερίδα «Εστία της Κυριακής » Γιώργος Ατσαλάκης