Ένα σύστημα εμπορίας ναρκωτικών με «βαθιές» ρίζες στους κόλπους της ΕΛΑΣ εξάρθρωσαν χθες, 17 Ιουλίου, οι «Αδιάφθοροι». Από τους 8 συλληφθέντες οι τέσσερις είναι αστυνομικοί, ενώ αρχηγικό ρόλο φέρεται να έχει υπαστυνόμος ο οποίος υπήρξε αποσπασμένος στο ΑΤ Δημοτικού Θεάτρου, στον Πειραιά, ο οποίος μαζί με τη σύντροφό του και τον αδελφό της σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, απαρτίζουν τον στενό κύκλο της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης. Μεταξύ των εμπλεκομένων επιπλέον είναι και ένας αξιωματικός της ΕΛΑΣ ο οποίος υπηρετεί στη Δίωξη Ναρκωτικών και φέρεται να προμήθευε το «σύστημα» με ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, από τα κατασχεθέντα της υπηρεσίας του.
Ταυτόχρονα ο φερόμενος ως αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης φαίνεται να συνδέεται και με πολύ γνωστό Έλληνα επιχειρηματία του οποίου το όνομα είχε εμπλοκή σε υπόθεση μαστροπείας, από την οποία όμως είχε αθωωθεί. Πιο συγκεκριμένα ο Γ.Ο., όπως είναι τα αρχικά του ονόματος του «εγκεφάλου» αστυνομικού, φαίνεται πως ερχόταν σε τακτική επαφή μέσω κρυπτοκινητών με τον εν λόγω επιχειρηματία, «προμηθεύοντάς» τον με πληροφορίες σχετικά με επικείμενους αστυνομικούς ελέγχους που θα γίνονταν σε μαγαζιά όπου διατηρεί στο νησί των ανέμων.
Μετά από πολύμηνη έρευνα της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων της ΕΛΑΣ και την αξιοποίηση δεδομένων τα οποία προέκυψαν από άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών, εξακριβώθηκε η «ύπαρξη και δραστηριοποίηση μίας δομημένης Εγκληματικής Οργάνωσης», η οποία δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2023.
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων για πλήθος αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα, κατά περίπτωση, όπως συγκρότηση-ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση με τις μορφές της χρηματοδότησης, οργάνωσης και διεύθυνσης δραστηριοτήτων Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δωροληψία, δωροδοκία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, παράβαση καθήκοντος κ.α.
Τέσσερις αστυνομικοί εμπλεκόμενοι
Εμπλεκόμενοι στην φερόμενη εγκληματική οργάνωση είναι 4 αστυνομικοί, ενώ 5 ακόμα πρόσωπα ερευνώνται, καθώς φαίνεται πως είχαν επιμέρους ρόλους. Σκοπός σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, ήταν η συστηματική διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, η αποκόμιση παράνομου οικονομικού οφέλους από την πώληση και σε δεύτερο χρόνο η νομιμοποίηση του «μαύρου» χρήματος.
Αρχηγικό ρόλο φέρεται πως είχε ο Γ.Ο., υπαστυνόμος στο βαθμό, ο οποίος υπηρετεί με απόσπαση στο ΑΤ Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά και όντας εν ενεργεία αστυνομικός «μεσολαβούσε για την αναζήτηση και προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών». Σε δεύτερο χρόνο «διαπραγματευόταν την τιμή πώλησης και αγοράς τους και αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των υπολοίπων μελών».
Κατ’ εντολή του, ο αδερφός της συντρόφου του «μετέφερε τις ναρκωτικές ουσίες σε σημεία που αυτός του υποδείκνυε, είτε για πώληση, είτε στον Γ.Σ. (σ.σ.: έτερο μέλος της οργάνωσης) ώστε αυτός να προβεί στην εκτίμηση της ποιότητας και ποσότητας τους».
Ο Γ. Σ. επιπλέον εκτός από την εκτίμηση των ναρκωτικών ουσιών, φέρεται να ενημέρωνε το «αφεντικό» και για τον τελικό προορισμό του εμπορεύματος, καθώς είχε τις επαφές με τους ενδιαφερόμενους αποδέκτες. Συγκεκριμένα, έτερο μέλος της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης που διέμενε μόνιμα στη Μύκονο εντόπιζε τους πιθανούς προμηθευτές – αγοραστές και παράλληλα «διέθετε τα χρήματα για την αγορά των ναρκωτικών ουσιών, είτε προμήθευε την οργάνωση με αυτές».
Παράλληλα μεταξύ των εμπλεκομένων είναι και η σύντροφος του υπαστυνόμου και του φερόμενου αρχηγού, η οποία σύμφωνα με την ΕΛΑΣ φέρεται να διέθετε στον σύνδεσμο στη Μύκονο, τον «τραπεζικό της λογαριασμό για τη διευκόλυνση συναλλαγών των χρηματικών ποσών που προέρχονταν από την παράνομη δραστηριότητα τους και τον βοηθούσε στην αναζήτηση χρηματικών ποσών για την επίτευξη των εγκληματικών τους σχεδίων».
Ο Αρχιφύλακας Ζ.Δ. ο οποίος υπηρετεί στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Μυκόνου και ο οποίος σε συνεργασία με τον «αρχηγό» της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης συνέλλεγε χρηματικά ποσά με σκοπό την αγορά ναρκωτικών ουσιών που στη συνέχεια διέθεταν προς πώληση. Ενταγμένος στο κύκλωμα φέρεται πως είναι και ένας ακόμα αρχιφύλακας στο βαθμό ο Σ.Μ. ο οποίος υπηρετεί στο Α΄ Αστυνομικό Τμήμα Αχαρνών και είχε τη δυνατότητα να παρέχει ναρκωτικές ουσίες σε μεγάλες ποσότητες στον «αρχηγό» και «τον συμβούλευε για τη διαχείριση των άλλων μελών της οργάνωσης».
Ο αξιωματικός της δίωξης Ναρκωτικών
Ταυτόχρονα ο Γ.Ο. σύμφωνα με την ΕΛΑΣ συνεργαζόταν «με δεύτερη εγκληματική ομάδα, η οποία δρούσε στο πλαίσιο της κύριας εγκληματικής οργάνωσης και αποτελούνταν από τον Α. Α., αξιωματικό της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την υπηρεσιακή του θέση, εντόπιζε διαθέσιμες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, τις υπεξαιρούσε και τις διοχέτευε στον J. M.».
Προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση τους από τις διωκτικές αρχές, τα μέλη της οργάνωσης επικοινωνούσαν μεταξύ τους μόνο μέσω κρυπτογραφημένων εφαρμογών επικοινωνιών ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν οι «επικοινωνίες τους να πραγματοποιούνται μέσω κλήσεων στις εν λόγω εφαρμογές ή μέσω μηνυμάτων, τα οποία διέγραφαν οι ίδιοι ή είχαν ενεργοποιήσει την επιλογή αυτόματης διαγραφής τους».
Ενώ δρώντας με όρους αντικατασκοπίας «προσπαθούσαν να ενημερωθούν για το εάν οι τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, καθώς και ο απόστρατος αστυνομικός Γ. Δ., ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα από την Υπηρεσία μας για υπόθεση ναρκωτικών και προφυλακίστηκε, είχαν τεθεί ή επρόκειτο να τεθούν σε καθεστώς επισύνδεσης, όντας πρόθυμοι να προσφέρουν για αυτό το σκοπό, χρηματικά ποσά».
Στις συνομιλίες μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με πληροφορίες αναφέρονται συγκεκριμένες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών «καθώς και συμφωνίες αγοραπωλησίας, που επιχειρούσαν να συνάψουν τόσο ο αρχηγός όσο και άλλα μέλη της οργάνωσης». Συνδυαστικά με τα δεδομένα που προέκυψαν από την άρση του τραπεζικού απορρήτου, σύμφωνα με τα οποία «μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών διακινήθηκαν υπέρογκα χρηματικά ποσά, άνω των 5.000.000 ευρώ», προκύπτει πως το οικονομικό όφελος που αποκόμισαν από την εγκληματική τους δραστηριότητα «υπερβαίνει κατά πολύ το εκ του νόμου απαιτούμενο ποσό για την υπαγωγή της δράσης της οργάνωσης σε ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών».
Συγκεκριμένα, τα τελευταία 5 έτη, «έχει πιστωθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς του αρχηγικού μέλους το χρηματικό ποσό των 3.837.943,34 ευρώ και σε αυτόν της συντρόφου του και μέλους της εγκληματικής οργάνωσης το χρηματικό ποσό των 1.032.027,28 ευρώ».
Στη δικογραφία, επιπρόσθετα με την εγκληματική δράση της φερόμενης εγκληματική οργάνωσης αναφέρονται επιπλέον 13 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας αστυνομικός και άτομα με βεβαρυμένο ποινικό παρελθόν.
Από την επισκόπηση και την ανάλυση των συνομιλιών που πραγματοποίησε ο «αρχηγός» Γ.Ο., χρησιμοποιώντας την κατασχεθείσα τηλεφωνική συσκευή, προέκυψαν:
Τουλάχιστον οκτώ περιπτώσεις δωροληψίας του Γ.Ο., από επιχειρηματία που στο παρελθόν το όνομά του είχε εμπλακεί σε υπόθεση μαστροπείας, στην οποία όμως αθωώθηκε. Αλλά και από επιχειρηματία που διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στη Μύκονο για να τους παρέχει πληροφορίες σχετικά με επικείμενους αστυνομικούς ελέγχους. Τουλάχιστον 13 περιπτώσεις «παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου» από τον καθώς ο «αρχηγός» της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης φαίνεται να παρείχε πληροφορίες για επικείμενους αστυνομικούς ελέγχους, μεταξύ άλλων.
Πηγή: documentonews.gr