Χάρτες, στους οποίους εντάσσει τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δημοσίευσε το πρωί της Τετάρτης 3 Ιουνίου η Τουρκία στο πλαίσιο της προπαγάνδας για το Μνημόνιο που υπέγραψε με τον Φαγέζ αλ Σάρατζ της Λιβύης. Παρά τις τοποθετήσεις του Ζόζεπ Μπορέλ για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Φράνσις Φάνον από τις ΗΠΑ, η Άγκυρα συνέχισε τα παιχνίδια με τη φωτιά. Πού το πάει, λοιπόν, ο Ερντογάν; Απάντηση στο ερώτημα ζήτησα από τον Αφεντούλη Λαγγίδη. Με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο είχαμε συναντηθεί και τηλεοπτικά. Ζήτησα, λοιπόν, τις γνώσεις του και την εμπειρία του για τις κινήσεις των Τούρκων που κλιμακώνουν τις προκλήσεις τους.
– Έχετε εκφράσει την πεποίθηση ότι ο Ερντογάν θα χτυπήσει σε όλα τα μέτωπα. Επιμένετε σε αυτή την άποψη και πού στηρίζεστε;
«Η εκτίμηση ότι ο Ρετζέπ Ταϊπ Ερντογάν κινείται έναντι της Ελλάδος σε περισσότερα του ενός μέτωπα αντιπαράθεσης ταυτόχρονα ή διαδοχικά, εδράζεται στην παρατήρηση της τουρκικής στάσης τόσο στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο του παρελθόντος, όσο και των τελευταίων 2 ετών τουλάχιστον, οπότε και είχαμε την κατά περίπτωση “μετακίνηση” του κέντρου βάρους των τουρκικών κινήσεων σε ένα νοητό γεωγραφικό τόξο που ξεκινά από τον Έβρο και φθάνει στην Ανατολική Μεσόγειο. Η άποψη αυτή επίσης υποστηρίζεται και από το γεγονός, ότι η στάση της Τουρκίας στην ενδο_λιβυκή σύρραξη, κινείται παράλληλα και σχεδόν ταυτόχρονα με αυτή που τηρεί έναντι της Συρίας και (όλως προσφάτως) του Β. Ιράκ σε μια τουρκική οικονομική συγκυρία η οποία δεν είναι ευνοϊκή. Η τουρκική πλευρά γνωρίζει καλά πως οι πιθανότητες επιτυχίας των κινήσεων της ποικίλλουν (πχ. στο “μέτωπο” του Έβρου, οι πρόσφατες τουρκικές δραστηριότητες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα από τουρκικής πλευράς) και υπ’ αυτή την έννοια, αντιλαμβάνεται πως σε διαφορετικά πεδία, οι πιθανότητες επιτυχίας εμφανίζονται αυξημένες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Έβρος και η Δυτ. Θράκη δεν συμπεριλαμβάνονται στους μελλοντικούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, η προτεραιότητα σαφώς εντοπίζεται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι τα περιθώρια ελληνικών αντιδράσεων εμφανίζονται μειωμένα. Το “Κέντρο Βάρους” των “επιχειρήσεων” (μια έννοια στην οποία στέκεται επίμονα η σκέψη του κλασικού στρατηγιστή Κλάουζεβιτς), για την Τουρκία είναι τα τελευταία 2 και πλέον χρόνια, η Ανατολική Μεσόγειος και οι όποιες άλλες παράλληλες δραστηριότητες της, στόχο έχουν τον αποπροσανατολισμό και την φθορά της ελληνικής πλευράς η οποία “υποχρεώνεται” να στρέφει την προσοχή της από το ένα μέτωπο στο άλλο, δαπανώντας διπλωματικό κεφάλαιο, ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό για την “κατάσβεση” εστιών πραγματικής ή δυνητικής ανάφλεξης σε διαφορετικά πεδία και σημεία».
– Αυξάνεται το τελευταίο διάστημα η προκλητικότητα των Τούρκων. Ευθύνεται και η στάση της ελληνικής διπλωματίας για την κλιμάκωση της έντασης;
«Η τουρκική πλευρά, ξεκινώντας και από μια πολιτισμική ιδιομορφία που καταλήγει να διαμορφώνει και ένα ξεχωριστό τρόπο σκέψης και εκτίμησης του περιβάλλοντος, αντιλαμβάνεται την αντίδραση του όποιου αντιπάλου έναντι της αρχικής δράσης, μέσα από ένα δυαδικό σχήμα, ήτοι Δύναμη-Αδυναμία. Αδυναμία, διαπιστώνεται ακόμη και στο επίπεδο της γλώσσας επικοινωνίας, όπου επί παραδείγματι, η Τουρκία πιστώνει αδύναμη στάση σε οιονδήποτε δεν μιλάει την γλώσσα των “power politics” τη γλώσσα της δραστηριότητας και της ενεργού αντίδρασης. Οι χαμηλοί τόνοι, υπ’ αυτή την έννοια, μια αντίληψη που στηρίζεται (όχι μόνο στην Ελλάδα) στον ορθολογικό τρόπο σκέψης και σε ένα πολιτισμικό κεκτημένο αιώνων, “αποκωδικοποιούνται” από την άλλη πλευρά, ως στάση υποταγής της πλευράς η οποία έχει αποδεχθεί τον ρόλο της ως “underdog” (ο σκύλος δεν έχει το πάνω χέρι σε ένα “σκυλοκαυγά”). Αν κανείς αντιστρέψει το “δεν μας καταλαβαίνετε/ερμηνεύετε σωστά” τη φράση δηλαδή που χρησιμοποίησε ο Τούρκος Πρέσβης Özügergin στην Αθήνα, σε κλειστή “συνάντηση ενημέρωσης”, θα αντιληφθεί, ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει εντός κύκλων της ελληνικής πλευράς, οι οποίοι “βλέπουν” την Τουρκίας όπως θα έπρεπε να είναι και όχι όπως πραγματικά υφίσταται, αλλά ταυτόχρονα η “κοσμοθεώρηση” αυτή χαρακτηρίζει την Τουρκική ηγεσία και όχι μόνο, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο και το περιβάλλον εντός του οποίου δρα, με αριθμητικά μόνο δεδομένα και αποκλειστικά υλικούς συντελεστές ισχύος».
– Τον περασμένο Μάρτιο υπήρξε σωστή αντίδραση στον Έβρο. Σε ενδεχόμενη νέα ένταση θα ‘ναι έτοιμη η Ελλάδα;
«Ξεκινώντας το σχολιασμό, να σημειωθεί πως η επί χρόνια παραμέληση της έγερσης του “Φράχτη” στον Έβρο, είχε το ανάλογο τίμημα στην ελληνική πλευρά, η οποία ενώ αντιμετώπισε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις τουρκικές κινήσεις, κινητοποίησε –και συνεχίζει ορθώς να το πράττει- ανθρώπινους πόρους και υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Η φυσιολογική κόπωση και φθορά που μοιραία επέρχεται, είναι κάτι το οποίο δίνει την πολυτέλεια στην Άγκυρα να επαναλάβει το μέχρι στιγμής αποτυχημένο της εγχείρημα, εν “ευθέτω” χρόνο. Οι δηλώσεις περί αυτού από τα πλέον επίσημα χείλη της άλλης πλευράς δεν έλειψαν , και η έλληνες αρμόδιοι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκτιμήσουν ότι το “μέτωπο” του Έβρου θα κλείσει οριστικά, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση σε απροσδιόριστο ακόμη χρόνο του γνωστού πλέον “Φράχτη”».
– Πώς μπορούν να αποτραπούν οι ενέργειες της Τουρκίας γύρω από τα ελληνικά νησιά και κυρίως νότια της Κρήτης όπου η Άγκυρα απειλεί ότι θα κάνει γεωτρήσεις στηριζόμενη στο μνημόνιο που υπέγραψε με τη Λιβύη;
«Στο συγκεκριμένο ερώτημα, η όποια απάντηση συναρτάται ευθέως από το χρονικό περιθώριο που θα μεσολαβήσει μέχρι τη στιγμή που η τουρκική πλευρά θα κάνει πράξη τις διακηρύξεις της. Λαμβανομένου υπόψη, ότι η αμυντική προπαρασκευή της χώρας ανάλογη των επί χρόνια ορατών προκλήσεων που αυτή αντιμετωπίζει από την Τουρκία, ευφημιστικά μιλώντας, έχει σοβαρότατα περιθώρια βελτίωσης, οι όποιες κινήσεις θα πρέπει απαραιτήτως να κινηθούν υπό τον άξονα πολλαπλασιαστής ισχύος μέσω εξωτερικής εξισορρόπησης (συμμαχικών αμυντικών σχημάτων), όπου όμως και πάλι το πραγματικό δεν ταυτίζεται με το ευκταίο. Τούτου λεχθέντος η σθεναρή στάση (χωρίς “καταιγίδες” “θαλασσοταραχές” ή ανασυρόμενα καλώδια με ηχοσημαντήρες που ποντίζονται/δεν ποντίζονται) , ήτοι το ΜΗΝΥΜΑ που απευθύνεται από τον “πομπό” (Ελλάδα) στον «δέκτη» (Τουρκία), είναι πιο σημαντικό από τα μέσα με τα οποία εξεπέμφθη».
– Ακούγεται ότι οι Τούρκοι επιχειρούν να κυκλώσουν την Ελλάδα μέσω Αλβανίας και Λιβύης. Πώς μπορεί να αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση;
«Να σημειωθεί πως η ελληνική στάση έναντι της Αλβανίας ναι μεν μπορεί να χαρακτηρισθεί “Άψογη” (βλ. Ε.Ε.) αλλά καθίσταται μια σχέση όπου υφίσταται μόνο το “δούναι” και όχι το “λαβείν”. Η ελληνική πλευρά , -είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό αυτό- έχει τα μέσα να απαντά, σε όποια κίνηση της Αλβανίας η οποία δεν εδράζεται σε αμοιβαιότητα και καλές προθέσεις. Η στάση της Αλβανίας, ξεκινώντας από τη Συμφωνία Καθορισμού και Οριοθέτησης ζωνών κυριαρχίας στο Ιόνιο και συνεχίζοντας μέχρι και την φημολογούμενη άδεια χρήσης λιμένων της επικράτειας της από τουρκικά πολεμικά σκάφη, δεν συνάδει με τις κινήσεις καλής θέλησης της ελληνικής πλευράς και προφανώς εκκινεί από την αντίληψη πως η Ελλάδα βρίσκεται σε αδυναμία να αντιδράσει. Μια αδυναμία που συνυφαίνει το «δεν μπορώ» με το “δεν θέλω”. Στην περίπτωση της Λιβύης (η οποία αποτέλεσε ένα ακόμη παράδειγμα ελληνικής ολιγωρίας) τα δεδομένα είναι σαφώς πολυπλοκότερα, τόσο γιατί τα διαθέσιμα μέσα πίεσης προς την “κυβέρνηση της Τρίπολης” είναι εξαιρετικά περιορισμένα (πλέον), όσο και γιατί τα εμπλεκόμενα μέρη (μεταξύ αυτών Ρωσία, Η.Π.Α.) έχουν αποκλίνοντες από τους ελληνικούς, σχεδιασμούς. Η στάση της Γαλλίας σε αυτή την περίπτωση είναι σαφώς καθοριστική, αλλά και πάλι όχι διαχρονικά δεδομένη».
– Ποια στάση κρατούν οι Αμερικανοί; Στηρίζουν την Ελλάδα ή κάνουν τα στραβά μάτια στις προκλήσεις του Ερντογάν;
«Η στάση της Αμερικανικής πλευράς, παρά τις διακηρυκτικές εξάρσεις του τύπου “επιστολή-δέσμευση Πομπέο” ή/και “δηλώσεις στήριξης Πάϊατ” δεν διαφοροποιείται από αυτή του παρελθόντος. Η πάγια επιδίωξη των Η.Π.Α. είναι να μην οδηγήσουν τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις, σε πλήρη ρήξη, ιδίως ενώπιον των νέων απειλών (όπως τις αντιλαμβάνονται οι ίδιες οι ΗΠΑ) για τα παγκόσμια συμφέροντα τους. Στη συγκεκριμένη συζήτηση αποτελεί λάθος η εκτίμηση πως η κυβέρνηση Τράμπ είναι/δεν είναι καλύτερη από μια νέα κυβέρνηση Δημοκρατικών (Μπάϊντεν). Δεν πρέπει να διαφεύγει στις ελληνικές αναλύσεις, ότι οι αντιλήψεις για το νέο διευρυμένο ρόλο της Τουρκίας στον 21ου αιώνα καλλιεργήθηκαν από το κυβέρνηση Δημοκρατικών (Κλίντον δεκαετία 1990, και στην πρώτη τετραετία Ομπάμα) και οι όποιες διαμάχες με την τουρκική πλευρά, προσωποποιούνται από τους Αμερικανούς στον Ρετζέπ Ταϊπ Ερντογάν που εάν/όταν αποχωρήσει θα διευκολύνει την πλήρη αποκατάσταση των διμερών σχέσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκκινώντας και από μια κατεστημένη αντίληψη προληπτικής αντιμετώπισης αναδυόμενων/δυνητικών “αντιπάλων” δεν αισθάνονται ιδιαίτερα άνετα από μια υπέρ το δέον ενδυνάμωση της Τουρκίας (βλ. και οικονομικές “αψιμαχίες” του καλοκαιριού-φθινοπώρου 2018) και το σημαντικότερο χωρίς περιθώρια δικής τους παρέμβασης. Τούτου λεχθέντος οι ΗΠΑ, προτάσσουν ως προτεραιότητα την μη-αποξένωση της Τουρκίας, έστω κι αν αυτή η στάση μελλοντικά επιδεινώσει το συνολικό προβληματικό πλαίσιο τουρκο-αμερικανικών σχέσεων. Μόνιμο μέλημα των Η.Π.Α. είναι η αποφυγή μιας Ελληνο-τουρκικής “ανάφλεξης” η οποία θα οδηγούσε σε μη ανατάξιμο γεωπολιτικό ρήγμα στη Ν.Α. Ευρώπη και Ανατ. Μεσόγειο, καθώς και –πλέον- η εξασφάλιση αδιατάρακτης της ροής ενεργειακών πόρων. Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, ναι μεν θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία μια θερμή αντιπαράθεση, αλλά αν αυτό σημαίνει ότι η μια πλευρά –βλ. η σχετικά πιο αδύναμη- θα “κερδίσει” τα ελάχιστα, …..άς γίνει έτσι (μέσα από “έντιμη διαμεσολάβηση” που θα οδηγήσει σε επίλυση μέσω ελληνοτουρκικού διαλόγου)».